Μια σαβαϊτική επιτύμβια επιγραφή κι η ανάγνωσή της μετά το καβαφικό”Ἐν τῷ μηνὶ Ἀθύρ”

του Α. Χ.

Δεν είχα κλείσει ούτε μήνα στο SOAS (School of Oriental & African Studies) στο Λονδίνο, όταν ξεκίνησα τις μεταπτυχιακές σπουδές, και είχα ήδη ζαλιστεί από τον πλούτο της βιβλιοθήκης τη Σχολής. Πάνω από 1.500.000 βιβλία για τη γνώση της Αφρικής και της Ασίας, σε όλα τα πεδία… Η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη στο είδος της σ’ ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο, και πιθανότατα στον κόσμο ολόκληρο. Είχα θαμπωθεί από όλη αυτή τη συσσωρευμένη και κρυμμένη γνώση και παραζαλισμένος, μεταξύ θαυμασμού και δέους, τριγυρνούσα τους διαδρόμους κι ανεβοκατέβαινα τους ορόφους χαϊδεύοντας αχόρταγα με τα μάτια τα ράφια ή ανοίγοντας στην τύχη διάφορα βιβλία. Τόσο με είχε ρουφήξει αυτός ο απίστευτος, μυθικός κόσμος, που κάποτε καθισμένος σταυροπόδι στο πάτωμα και διαβάζοντας ούτε που κατάλαβα τις ασκήσεις για πυρκαγιά (δεν άκουσα καν τον συναγερμό) και βγήκα μετά από μισή ώρα από το κτήριο, χωρίς να έχω πάρει είδηση ότι είχε εκκενωθεί. Ό,τι κι αν διάβαζα, όσο κι αν διάβαζα, ήταν μάταιο· δεν αρκούσαν ούτε χίλιες ζωές μόνο για μελέτη. Δεν θα μπορούσα ποτέ να κορέσω τη μανία μου για στοιχειώδη έστω γνώση ενός πολιτισμού, με σχετική πληρότητα, σε οποιαδήποτε ιστορική στιγμή του. Από την άλλη όμως, ήξερα ότι εκεί μπορούσα να ανατρέξω και να βρω, αν χρειαζόμουν, οτιδήποτε αφορά τη γλώσσα, τη λογοτεχνία, την τέχνη, την αρχιτεκτονική, την ιστορία, τη θρησκεία, την κοινωνική και πολιτική ζωή κλπ. κλπ. ενός πολιτισμού, ενός έθνους, μιας φυλής της Αφρικής ή της Ασίας. Το σφιχτό πρόγραμμα του μεταπτυχιακού –ευτυχώς– επέβαλλε να επικεντρωθώ στα θέματα που είχα ήδη επιλέξει. Παρ’ όλα αυτά, και με την πρόφαση της γειτνίασης με τα ζητήματα που με απασχολούσαν, έψαχνα για διάφορα άλλα βιβλία, που ηχούσαν περίεργα στα αυτιά μου,  ξάφνιαζαν τα μάτια μου και διέγειραν τη φαντασία μου. Έτσι τότε, εκείνον τον Οκτώβρη, με αφορμή την Ύστερη Αρχαιότητα, τις διαθλάσεις και τις συνάφειές της με την προϊσλαμική Αραβική χερσόνησο, έπεσα σ’ ένα βιβλίο της Jacqueline Pirenne, το La Grèce et Saba. Ξεφυλλίζοντάς το, πιάνει το μάτι μου την ακόλουθη σαβαϊτική επιγραφή σε μια σαρκοφάγο που φιλοξενείται στο Αιγυπτιακό Μουσείο του Καΐρου, παρμένη από την μετάφραση του κορυφαίου οριενταλιστή Beeston στην διατριβή του το 1937· εκεί σταματώ αποσβολωμένος, παράξενα ξαφνιασμένος και συνάμα γοητευμένος. Και σημειώνω στο σημειωματάριο μου:
«[17.10.2005] σ. 100, υποσ. 4: “(This is) the sarcophagus of ZYD᾽L son of ZYD of ZYRN DWB, who imported myrrh and calamus perfumes for the temples of the gods of Egypt in the days of Ptolemy…
…and ZYD᾽L died in the month Hathor, and they sent thread from all the temples of the gods of Egypt, whose woven fabric was the linen garment of his mummy…”
Αυτό το εν τω μηνί Αθύρ και η προσφορά των νημάτων από όλους τους θεούς!!».

Πού νους πια για μελέτη… Φτερούγισε πια μακριά η σκέψη και της καρδιάς οι χτύποι σκιρτούσαν σ’ άλλους ρυθμούς. Συλλογίζομαι πώς η ποίηση του Αλεξανδρινού μεταμορφώνει τη δική μου τουλάχιστον ανάγνωση μιας –ιστορικής– επιγραφής. Η τρυφερότητα που αναδύει (στα σημερινά μας μάτια και την ευαισθησία βέβαια) λιτά και διακριτικά η επιγραφή συναντιέται αισθητικά με την ποιητική «ανάγνωση» της επινοημένης επιτύμβιας, φθαρμένης, επιγραφής που φτιάχνει ο Καβάφης στο «Ἐν τῷ μηνὶ Ἀθύρ», αν κι όχι βέβαια στον ερωτισμό και στο ψυχικό πάθος που αποπνέει.
Μετά την αρχική έκπληξη, κάθισα κι έψαξα. Για αυτήν την φθαρμένη εγχάρακτη επιτύμβια επιγραφή πάνω σε ξύλινη (από ξύλο συκομουριάς) σαρκοφάγο του Αραμαίου (Σαβαίου) εμπόρου έχουν γραφτεί κάμποσα άρθρα κι έχουν διατυπωθεί αρκετές αντιγνωμίες για την ανάγνωση και το περιεχόμενό της, από το 1893 έως και το 2005. Δεν έχει παρά στενά φιλολογικό και ιστορικό ενδιαφέρον να ειπωθούν περισσότερα εδώ, και για αυτό τον λόγο θα παραλείψω τον επιπλέον σχολιασμό. Προτιμώ να μείνω στη συγκίνηση που μου κράτησε κομμένη την ανάσα για λίγα δευτερόλεπτα στα υπόγεια του λονδρέζικου SOAS, χωμένος μέσα σε αυτή την σύγχρονη σαρκοφάγο των βιβλίων (σχεδόν εν τω μηνί Αθύρ). Αν κάτι ίσως πρέπει να σημειωθεί εν αναφορά προς το καβαφικό «αριστούργημα που [τ]ου καίει τα χέρια» (όπως είπε στον Στέφανο Πάργα για το «Ἐν τῷ μηνὶ Ἀθύρ» ο ποιητής) είναι η ανάκραση των πολιτισμικών, γλωσσικών και θρησκευτικών στοιχείων διαφόρων πολιτισμών, που παρουσιάζεται την εποχή εκείνη στο χωνευτήρι της πτολεμαϊκής Αιγύπτου, όπως ακριβώς και στην πρωτοχριστιανική αντίστοιχη του καβαφικού ποιήματος.

Ο Χαράλαμπος Μπακιρτζής (τώρα: Πεζά κείμενα με τίτλο Αρχαιολογικαί Μελέται, Άγρα 1993) πρώτος κατέδειξε τις πηγές του καβαφικού ποιήματος και σωστά επέμενε για την ανάγνωση, εκ μέρους του ποιητή, του βιβλίου του Lefebvre για τις ελληνοχριστιανικές επιγραφές της Αιγύπτου και για τις γόνιμες ιδέες που άντλησε από εκεί, πράγμα που έχει πλέον αδιαμφισβήτητα επιβεβαιώσει η έρευνα στο Αρχείο του ποιητή. Εκεί ο Μπακιρτζής, θέλω να υπενθυμίσω, πως εκτός από το όνομα του Λεύκιου αποδίδει και την –βέβαιη κατ’ αυτόν– ιδιότητά του: «ήταν ένας Αλεξανδρινός έμπορος μυρωδικών». Περιττό να αναφέρω πόσο βούιζε στ’ αυτιά μου αυτή η φράση, όσο διάβαζα και ξαναδιάβαζα, στις διάφορες εκδοχές της, ετούτη την σαβαϊτική επιγραφή μιας σαρκοφάγου από την πτολεμαϊκή Αίγυπτο, φέρνοντας μπροστά μου τον Λεύκιο, τον νέο Αλεξανδρέα, τον πολύκλαυστο, τον πολυαγαπημένο.
Κλείνω με μια ανάγνωση νεώτερη:
«Αυτή είναι η σαρκοφάγος του Zayd᾽il γιου του Zayd της φυλής Zyrn, που εισήγαγε αρώματα, μύρο και κάλαμο, για τους ναούς των θεών της Αιγύπτου στις μέρες του Πτολεμαίου, γιου του Πτολεμαίου
… και ο Zayd᾽il πέθανε τον μήνα Αθύρ, κι έστειλαν για αυτόν, από όλους τους ναούς των θεών της Αιγύπτου,  (ως) προσφορά ενδυμάτων, τα εξαιρετικά λινά για την μούμια του, και τον σήκωσαν οι μοιρολογητές του […]».

Leave a comment