Καρχηδόνιοι κι Αντέρως: μνείες έξαφνα αναδυόμενες

Στην όμορφη, συγκινητική, σκληρή και τρυφερή συνάμα, ταινία Holdovers (Τα παιδιά του χειμώνα), ξεστομίζεται και μια μπαρούφα παρετυμολογικής υφής. Ο καθηγητής Ιστορίας και Αρχαιολογίας που λατρεύει την Καρχηδόνα και την ιστορία της και έμεινε -τιμωρητικά- υπεύθυνος του Κολλεγίου για τις διακοπές των Χριστουγέννων, λέει στον μαθητή που έχει απομείνει -τιμωρητικά- μαζί του για τις διακοπές πως η λέξη για τους Καρχηδόνιους (Punicus-i) έδωσε τη λέξη τιμωρητικός (punitive) στα αγγλικά. Διόλου βέβαια δεν είναι έτσι τα πράγματα, μιας και η αγγλική λέξη προέρχεται από τη λατινική punire, που βγαίνει από τη λέξη poena, κι αυτή με τη σειρά της από την ελληνική ποινή. Κι η λατινική λέξη όμως για τους Καρχηδόνιους προέρχεται από την ελληνική για τους Φοίνικες, που κι αυτή με τη σειρά της ήρθε από την αιγυπτιακή αντίστοιχη κοκ.

Όλες οι καρχηδονιακές μνείες της ταινίας ανακάλεσαν μια πολύ παλιότερη ιστορία, που παραδόξως η μνήμη της αναδύθηκε πάλι εξαιτίας μιας συγκαιρινής έκθεσης, τα «ΝοΗΜΑΤΑ», στο μουσείο της Ακροπόλεως. Κι η μορφή που πυροδότησε την ανάκληση της μνήμης είναι ο Αντέρως που παρουσιάζεται σε αγγεία και τοιχογραφίες, ανάμεσα στα αδέρφια του, όλα παιδιά της Αφροδίτης, τον Έρωτα, τον Ίμερο και τον Πόθο.

Η ιστορία στηρίζεται στο κείμενο ενός μαγικού κατάδεσμου από τη νεκρόπολη του Hadrumetum (η ελληνική Αδρύμη, ή Αδρύμητον μεταξύ άλλων), στα σημερινά Σούσα ή Σους της Τυνησίας, που αποτέλεσε έναν από τους πρωιμότερους φοινικικούς σταθμούς στην εξάπλωσή τους προς τη δύση, νωρίτερο μάλιστα και από την ένδοξη πόλη τη χτισμένη γύρω από τον λόφο της Βύρσας, την Καρχηδόνα της Διδώς.[*]
Κι αυτή την φανταστική ψευδο-(ημι)-βιογραφία λοιπόν, όπου πρωταγωνιστεί ο Αντέρωτας, την πλάθει και τη σαρκώνει εμπνεόμενος από τον σωζόμενο μαγικό κατάδεσμο, ο ξεχασμένος Marcel Schwob, στους Φανταστικούς Βίους του, που είχε εκδώσει η Άγρα, σε μετάφραση Έκτορα Κακναβάτου, και δεν είναι άλλη από την «Σεπτίμα, Μάγισσα». Αντιγράφω την (ημι) φανταστική σύντομη βιογραφία, που μου έμαθε για πρώτη φορά την ύπαρξη του Αντέρωτα και τη δύναμή του, μέσα από τις καρχηδονιακές πόλεις και νεκροπόλεις, στον κόσμο των ζώντων και των νεκρών.

Από https://infernemland.files.wordpress.com/2013/06/sarkophag_d.jpg
Sarkophag einer Priesterin
4.-3. Jh. v. Chr.
Musée National de Carthage

Η Σεπτίμα, σκλάβα από μητέρα σκλάβα κι από γιαγιά πάλι σκλάβα, κατείχε όπως και οι πρόγονές της τα μυστικά του έρωτα και του θανάτου, «ήσαν όλες τους όμορφες και σκοτεινές».
«Η Σεπτίμα ερωτεύτηκε έναν ελεύθερο νεαρό, τον Σεξτίλιο, γιο της Διονυσίας. Αλλά δεν επιτρεπόταν να αγαπιώνται αυτές που γνώριζαν τα υποχθόνια μυστήρια: για το λόγο που ήσαν υποταγμένες στον αντίπαλο του έρωτα που ονομάζεται Αντέρως. Και καθώς ο Έρωτας κατευθύνει τα λαμπυρίσματα των ματιών και τροχίζει τις αιχμές των βελών, ο Αντέρως αντιστρέφει τα βλέμματα και αμβλύνει την οξύτητα των βελών. Είναι ένας ευεργητικός θεός θρονιασμένος ανάμεσα στους νεκρούς. Δεν είναι καθόλου άσπλαχνος, όπως ο άλλος. Εξουσιάζει το νηπενθές που δίνει τη λησμονιά. Και ξέροντας πως ο έρωτας είναι χειρότερη από τις γήινες οδύνες, μισεί και γιατρεύει τον έρωτα. Ωστόσο είναι ανίσχυρος να απωθήσει τον Έρωτα από μια καταχτημένη καρδιά. Τότε κυριεύει την άλλη καρδιά. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Αντέρως αντιπαλεύει τον έρωτα. Να γιατί ο Σεξτίλιος δεν μπορούσε ν’ αγαπήσει τη Σεπτίμα. Την ίδια στιγμή που ο Έρως έφερε τον πυρσό του μέσα στο στήθος της μυημένης, ο Αντέρως, ερεθισμένος, κυρίεψε εκείνον που αυτή ποθούσε ν’ αγαπήσει. Η Σεπτίμα αντιλήφτηκε την δύναμη του Αντέρωτα στα χαμηλωμένα μάτια του Σεξτίλιου. Και όταν το πορφυρένιο τρεμούλιασμα κυρίεψε τον βραδινό αγέρα, αυτή βγήκε στο δρόμο που πάει από την Αδρύμη στη θάλασσα». Κατευθύνεται προς την νεκρόπολη και στέκεται στον τάφο της αδελφής της Φοίνισσας, σκλάβα κι αυτή, που «πέθανε στα δεκάξι της, πριν κανένας άνδρας να εισπνεύσει την ευωδιά της». Εκεί, κάτω από το αμυδρό φως της νιόβγαλτης σελήνης ξεσπά σε κλάματα και θρήνους κι αρχίζει τις μαγικές επικλήσεις προς την νεκρή αδελφή.
«― Ω αδελφούλα, είπε, ξύπνα να μ’ ακούσεις. Η μικρή λυχνία που έφεγγε τις πρώτες ώρες των νεκρών είχε σβήσει. Άφησες να γλιστρήσει από τα δάχτυλά σου η γυάλινη χρωματιστή φιάλη που σου είχαμε δώσει. Το νήμα του κολιέ σου διάλυσε και οι χρυσές χάντρες είναι σκόρπιες γύρω από το λαιμό σου. Τίποτα από μας δεν είναι πια δικό σου και τώρα εκείνος που ’χει ένα κοράκι πάνω στο κεφάλι σε κατέχει. Άκουσέ με, γιατί έχεις τη δύναμη να μεταφέρεις τα λόγια μου. Πήγαινε στο κελί που ξέρεις και επικαλέσου τον Αντέρωτα. Επικαλέσου τη θέα Αθώρ. Επικαλέσου εκείνον που το κομματιασμένο πτώμα του μεταφέρθηκε από τη θάλασσα μέσα σε σεντούκι ίσαμε τη Βίβλο. Αδελφούλα μου, δείξε οίκτο για έναν άγνωστό σου πόνο. Σε ξορκίζω με τα εφτά αστέρια των μάγων της Χαλδαίας. Με τις υποχθόνιες δυνάμεις που επικαλιόμαστε στην Καρχηδόνα, Ιάο, Αβριάο, Σαλβάαλ, Βαθβάαλ, δέξου τη μαγγανεία μου. Κάνε ο Σεξτίλιος, ο γιος της Διονυσίας, να λιώσει από έρωτα για μένα, τη Σεπτίμα, την κόρη της μάνας μας Αμήνης. Να φλέγεται μες στη νύχτα· να με ζητά κοντά στον τάφο σου, ω Φοίνισσα! Ή μετέφερε και τους δύο στον σκοτεινιασμένο τόπο, παντοδύναμη. Παρακάλεσε τον Αντέρωτα να παγώσει τις ανάσες μας αν δεν δέχεται να τις φλογίσει ο Έρωτας. Νεκρή, ευωδιασμένη, αποδέξου τη σπονδή της φωνής μου. Ακραμαχάλαλα!».
Η Σεπτίμα, τυρρανισμένη από τα βάσανα του ανεπίδοτου κι ανανταπόδοτου έρωτα, περνά όλη την νύχτα συντροφιά με τους νεκρούς κι επιστρέφει με το φως της αυγής στο σπίτι της στην Αδρύμη.
«Στο μεταξύ η Φοίνισσα, αλύγιστη, περιπλανιόταν στους υποχθόνιους περίγυρους. Εκείνος που έχει ένα κοράκι στο κεφάλι δεν έστεργε στην οιμωγή της. Και η θέα Άθωρ έμενε απόμακρη μέσα στη ζωγραφισμένη θήκη της. Η Φοίνισσα δεν κατάφερε να βρει τον Αντέρωτα, εφόσον δεν γνώρισε τον πόθο. Ωστόσο, μέσα στη μαραμένη καρδιά της αισθανόταν τον οίκτο που οι νεκροί έχουν για τους ζωντανούς. Τότε πια, τη δεύτερη νύχτα, την ώρα που τα πτώματα απελευθερώνονται για ν’ αποτελειώσουν τις μαγείες, έσερνε τα δεμένα πόδια της στις ρούγες της Αδρύμης.
Ο Σεξτίλιος σκιρτούσε ρυθμικά από τ’ αναστενάγματα του ύπνου, με το πρόσωπο στραμμένο κατά το ταβάνι της κάμαράς του, αυλακωμένο από ρόμβους. Και η Φοίνισσα, νεκρή, περιτυλιγμένη με ταινίες που ευώδιαζαν, κάθησε κοντά του. Και δεν είχε εγκέφαλο ούτε σπλάχνα· αλλά είχε ξανατοποθετηθεί η αποξηραμένη καρδιά της μέσα στο στήθος της. Και αυτή τη στιγμή ο Έρως αγωνίστηκε ενάντια στον Αντέρωτα και κυρίεψε την ταριχευμένη καρδιά της Φοίνισσας. Αμέσως τότε αυτή πόθησε το κορμί του Σεξτίλιου έτσι που αυτός βρέθηκε πλαγιασμένος ανάμεσα σ’ αυτήν και την αδελφή της Σεπτίμα μέσα στον οίκο των ζόφων.
Η Φοίνισσα ακούμπησε τα βαμμένα χείλια της πάνω στο ζωντανό στόμα του Σεξτίλιου και η ζωή έφυγε απ’ αυτόν σαν μια φυσαλίδα. Κατόπιν αυτή έφτασε στο κελί της Σεπτίμας και την έπιασε απ’ το χέρι. Η Σεπτίμα, κοιμισμένη, αφέθηκε στο χέρι της αδελφής της. Και το φιλί της Φοίνισσας και τ’ αγκάλιασμα της Φοίνισσας θανάτωσαν σχεδόν την ίδια ώρα της νυκτός τη Σεπτίμα και τον Σεξτίλιο. Αυτή ήταν η επικήδεια έκβαση του αγώνα του Έρωτα ενάντια στον Αντέρωτα· οι υποχθόνιες δυνάμεις εισπράξανε ταυτόχρονα μια σκλάβα και έναν ελεύθερο άνδρα.
Ο Σεξτίλιος κείται στην νεκρόπολη της Αδρύμης, ανάμεσα στην μάγισσα Σεπτίμα και την παρθένα αδελφή της Φοίνισσα. Το κείμενο της μαγείας είναι γραμμένο πάνω στη μολυβένια πλάκα, τυλιγμένη και διαπερασμένη μ’ ένα καρφί, που η μαγεύτρα άφησε να γλιστρήσει μέσα στο λούκι των σπονδών του τάφου της αδελφής της».
~·~

Παραθέτω εδώ και το πρωτότυπο κείμενο του μαγικού καταδέσμου, όπως μας το παραδίδει ο Auguste Audollent, με ελληνικό αλφάβητο, καθώς ο γραφέας ήταν ειδήμων της ελληνικής και θεωρούσε πως με το ελληνικό αλφάβητο θα έδενε ακατάλυτα δεσμευτικά τη θεία θέληση προς την εκτέλεση του επιθυμητού αποτελέσματος. Ακολουθεί κι η λατινική μεταγραφή.

Ας προσθέσω μοναχά και την παντελώς παρέλκουσα σημείωση πως η λέξη που μάγεψε τη φαντασία μου κι έμεινε άφθαρτη και ζωντανή στον νου δεκαετίες τώρα, μετά την πρώτη ανάγνωση, είναι η, άνευ νοήματος οιουδήποτε και σημασίας οιασδήποτε, μαγική λέξη Ακραμαχάλαλα.


[*] Εκεί βρέθηκε και το περίφημο ψηφιδωτό πορτραίτο του Βιργίλιου με την Αινειάδα  στα χέρια του, ανάμεσα στις Μούσες Κλειώ και Μελπομένη.

24.10.1963: Η ώρα του Βραβείου Νομπέλ*

Τηλεφωτογραφία εποχής: Η Κλειώ Λιννέρ, σύζυγος του Sture Linnér, Σουηδού ελληνιστή, προσφέρει στον ποιητή Γιώργο Σεφέρη ένα μπουκέτο με κλαδιά ελιάς σύμφωνα με τα αρχαία ελληνικά έθιμα. 24/10/1963, Μουσείο Τηλεπικοινωνιών Ομίλου ΟΤΕ

Στις 24 Οκτωβρίου 1963 ανακοινώνει η σουηδική Ακαδημία τη βράβευση του Γιώργου Σεφέρη με το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. Ο Σεφέρης «επελέγη δια το υπέροχον λυρικόν ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από εν βαθύ αίσθημα δια το ελληνικόν πολιτιστικόν ιδεώδες», ανακοίνωσε η Σουηδική Ακαδημία, σύμφωνα με το δημοσίευμα της Καθημερινής. Ο Σεφέρης επελέγη παμψηφεί ανάμεσα στους τρεις υποψηφίους· οι άλλοι δύο ήταν ο Ώντεν και ο Νερούδα.
Σχετικά με τον αντίκτυπο της βράβευσης του Γιώργου Σεφέρη στην Ελλάδα, όλα αυτά τα χρόνια έχουν γραφεί και δημοσιευτεί πολλά. Εν προκειμένω δε  η μαρτυρία του Σαββίδη παραμένει ενδεικτική και καταλυτική:

«[…] Ας ξαναθυμηθούμε μια φράση του Πιραντέλο, την οποία αγαπούσε να επαναλαμβάνει ο Σεφέρης: Υπάρχει ένα ύφος πραγμάτων και ένα ύφος λέξεων· και αυτός είναι ο λόγος που ο Δάντης πέθανε στην εξορία, και αυτός είναι ο λόγος που στεφάνωσαν τον Πετράρχη στο Καπιτώλιο.
Την φράση αυτή την συλλογίστηκα πολύ, τον Δεκέμβριο 1963, στο αεροπλάνο που έφερνε στην Αθήνα τον Σεφέρη με το πρώτο μας Βραβείο Νομπέλ. Τι θα έλεγε τώρα στους συμπολίτες του ο στεφανωμένος ποιητής που μια ζωή είχε κάνει σύμβολό του τον εξόριστον Οδυσσέα;
Μια πρώτη απάντηση δόθηκε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, από τα ίδια τα πράγματα: ούτε ένας φωτορεπόρτερ, ούτε ένας δημοσιογράφος, ούτε ένας επίσημος να τον υποδεχτούν. Ούτε καν ένας συνάδελφος ή ένας φίλος· μονάχα η αδελφή του και, αν θυμάμαι καλά, οι προγονές του, τα ανίψια του και η μάνα μου…» (Το Βήμα, 2 Φεβρουαρίου 1974).
~·~
Με την ευκαιρία αυτή, σε δυο-τρία πράγματα, δηλωτικά ανθρώπινων στιγμών και συναισθημάτων, θα ήθελα να σταθώ μοναχά.
Ο Σεφέρης βέβαια έλαβε αρκετά συγχαρητήρια τηλεφωνήματα και τηλεγραφήματα, που εκδήλωναν τις αντιδράσεις γνωστών ,φίλων και ομότεχνων. Τα περισσότερα από αυτά τα τηλεγραφήματα φυλάσσονται σε συγκεκριμένο φάκελο στο αρχείο του. Νομίζω πως δύο από τις ενέργειες που διαγράφουν μια κλίμακα του εύρους όλων αυτών των αντιδράσεων είναι οι ακόλουθες.
Πρώτον το ολιγόλεκτο (4 όλες κι όλες λέξεις!) τηλεγράφημα του Τίμου Μαλάνου και η μονολεκτική απάντηση του Σεφέρη. Χωρίς να επεκταθώ περαιτέρω, θυμίζω απλώς πως η σχέση τους είχε διακοπεί απότομα και βιαίως δεκατρία χρόνια πριν («δεν στέκει να κάθεσαι ν’ ασχολείσαι με τον κάθε καθοίκη που θα του ’ρχεται ν’ αραδιάζει ό,τι του καπνίσει για σένα. Είναι αναξιοπρεπές», γράφει ο Σεφέρης στον Κατσίμπαλη). Αντιγράφω από την Αλληλογραφία τους σε επιμέλεια Δημ. Δασκαλόπουλου.

[Αλεξάνδρεια, Οκτώβριος (;) 1963

Σου σφίγγω το χέρι.

Τ. Μαλάνος]

Σημειώνει  ο επιμελητής: Συγχαρητήριο τηλεγράφημα για τη βράβευση του Σεφέρη με το Νόμπελ. Το σώμα του τηλεγραφήματος δεν βρέθηκε στον οικείο φακέλου του Αρχείου Σεφέρη στη Γεννάδειο. Το κείμενο του τηλεγραφήματος, όπως το παραθέτω εδώ μέσα σε αγκύλες προέρχεται από την ειδησεογραφία της αλεξανδρινής εφημερίδας «Ταχυδρόμος», 3 Νοεμβρίου 1963.

Και η απάντηση Σεφέρη:

Αθήνα 2.11.63

Timos Malanos BP 623 Alexandria

Merci.

G. Seferis

Πάλι σημειώνει ο επιμελητής: Ο Μαλάνος σχολιάζει ειρωνικά στο σώμα του τηλεγραφήματος: «Η απάντηση του Σεφέρη στο τηλεγράφημα που του είχα στείλει όταν πήρε το Νόμπελ».

Και περνάω στη δεύτερη αντίδραση για την απονομή του Νομπέλ στον Σεφέρη το 1963, που προέρχεται από μια μαρτυρία του γιατρού και στενού φίλου του Νίκου Καββαδία και του Μ. Καραγάτση, Νίκου Τουτουντζάκη, όπως καταγράφεται στο βιβλίο του Ο Καραγάτσης.
«Όταν κάποτε αναγγέλθηκε η απονομή του βραβείου Nobel στον Σεφέρη, ο Mαραμπού που έπιασε την είδηση με τον ασύρματο, σημαιοστόλισε το καράβι, που ο καπετάνιος ήταν ο ανιψιός του, και τα σφυρίγματα του καραβιού κάλυπταν τον εκπωματισμό της σαμπάνιας που γενναιόδωρα ο Μαραμπού κερνούσε επιβάτης και πλήρωμα […]».
Ο καπετάνιος ήταν ο Σπύρος Βανδώρος, φίλος του Καββαδία κι όχι ανιψιός του, και με τους οποίους ταξίδεψε στο πλοίο τους το ζεύγος Σεφέρη.
~·~
Ας κλείσω αυτή την αφιερωματική μνεία, με μια άλλη αντίδραση του Σεφέρη, από τον προτελευταίο τόμο των ημερολογίων του (Μέρες Η΄), όπως την περιγράφει και την εξηγεί η επιμελήτρια του τόμου Κατερίνα Κρίκου-Davis. Στην παρατιθέμενη ημερολογιακή καταγραφή της Παρασκευής, 8 Νοέμβρη 1963, όπου ο Σεφέρης σημειώνει με βιαστικές σημειώσεις στιγμές από μια συνέντευξη του Έλιοτ, ακολουθεί το εξής σχόλιο της επιμελήτριας:
«[…]Κατά τη γυναίκα του, Ή μάλλον κρύα αυτή η στάση του Έλιοτ είχε πληγώσει τον Έλληνα ποιητή. Όχι μόνο η απογοήτευση του θα μετριαζόταν, μα και ο ίδιος θα κολακευόταν πολύ αν γνωρίζει πως ο Έλιοτ πρέπει να έπαιξε θετικό ρόλο στην εκλογή του (κάτι που πιθανόν προσπαθούσε να αποκρύψει με αυτή τη συνέντευξη). Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωσή της Επιτροπής για τα Νομπέλ Λογοτεχνίας που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο 2 Ιανουαρίου 2014 (η διαδικασία της εκλογής παραμένει απόρρητη για 50 χρόνια), ο Έλιοτ τον είχε προτείνει ως υποψήφιο του 1955 και ξανά το 1961. Η ίδια ανακοίνωση επιβεβαιώνει την πληροφορία της Μαρώς Σεφέρη ότι εξελέγη παμψηφεί […]».

  • Δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό Νέο Πλανόδιον, 24 Οκτωβρίου 2023, εδώ.

Ωδή του ψωμιού*

Ταξιδεύοντας στην Σαρδηνία, στις απαρχές κάποιου χειμώνα, τη βρήκα τυλιγμένη μες σε υγρές συννεφιές και τη σιωπή της, αποκλεισμένη στην ερημιά της και στραμμένη στον εαυτό της. Κι έτσι την χάρηκα, τριγυρνώντας στην αγροτική καρδιά του νησιού, μακριά από τις πολύβουες και ματαιόδοξες παραλίες του καλοκαιριού που κατά ριπές τις μαστίζουν τα στίφη τ’ αδιάκοπα των Ευρωπαίων λουομένων· τώρα τις έδερναν, λες καθαρτικά, μοναχά τα κύματα κι οι νεροποντές.

Ύστερα από αρκετούς γύρους και περιπλανήσεις, κατέληξα και στην πρωτεύουσά της, το Κάλιαρι. Περπάτησα στην παλιά καστρόπολη που βίγλιζε στον λόφο, θεμελιωμένη γερά στα φαρδιά τείχη που την έζωναν. Διασχίζοντας το πέρασμα από ένα πύργο ορθωμένο ακόμη πανύψηλο και σχεδόν άθικτο, βγήκα προς τη θάλασσα, περνώντας κάτω από τη βαριά ξύλινη καστρόπορτα. Σωφυλλιασμένη με λωρίδες σίδερο, κρεμόταν ψηλά και μ’ αλυσένιες τροχαλίες καρφωνόταν κάποτε στο διάβα του πύργου, σφραγίζοντας το πέρασμα στο κάστρο. Σήμερα απλά σκούριαζε η σιδερένια επένδυσή της, μετέωρη στον αέρα.

Λίγο πιο κάτω, σ’ ένα παλιότερο κτήριο, πήραν τα μάτια μου μια έκθεση για την παραδοσιακή τέχνη του ψωμιού, που πλάθουν περίτεχνα για τις γιορτές και τα πανηγύρια του νησιού οι ντόπιοι, τόσο τα θρησκευτικά όσο κι αυτά του κύκλου της χαράς της ανθρώπινης ζωής. Περίεργη κι απρόσμενη έκθεση με όμορφα δείγματα, χαρακτηριστικά της τέχνης της αρτογλυπτικής των Σάρδων: ανθρωπάκια κουκλίστικα, εφταπόδαρες κυράδες για να μετράνε τη Σαρακοστή, κότες, πουλιά, σκαντζοχοιράκια, στεφάνια και λουλούδια, άνθινα σχέδια διακοσμητικά. Κι από δίπλα σε κάθε αρτογλυπτό ένα σημείωμα «non toccare». Εξύψωση σε τέχνη του πιο στοιχειακού, του πιο απλού υλικού της μεσογειακής διαβίωσης, του ψωμιού. Μια θαυμαστή αποθέωση της καθημερινής μετάληψης του άρτου του επιούσιου σε αρτο-ποίημα. Πλάι σ’ ένα από αυτά τα εκθέματα υπήρχε μεταφρασμένη στα ιταλικά η ωδή του Πάμπλο Νερούδα στο ψωμί. Έψαξα να τη βρω γυρισμένη στη γλώσσα μας και κάποτε ευτύχησα να πέσω στη –σχεδόν άγνωστη– μετάφραση του Άρη Δικταίου. Σήμερα, που είναι παγκόσμια μέρα του ψωμιού, θεώρησα ιδανική και πρέπουσα τη συγκυρία για να τη μοιραστώ, μαζί με κάποιες φωτογραφίες από εκείνη την τέχνη, τη σάρδικη, της αρτογλυπτικής.

[Εδώ μπορεί να βρει κανείς εικόνες και πληροφορίες για τη σάρδικη αρτογλυπτική


ΩΔΗ ΣΤΟ ΨΩΜΙ

Ψωμί,
με αλεύρι,
νερό και φωτιά
ανεβαίνεις.
Πυκνό κ’ ελαφρό
απλωμένο και στρογγυλό
επανάλαβαίνεις
την κοιλιά
της μητέρας,
της ισημερίας
βλάστηση
γήινη!
Ψωμί,
Πόσο εύκολο είσαι και βαθύ:
στον άσπρο δίσκο
του φουρνάρικου
οι σειρές σου μακραίνουν
σαν εργαλεία, σαν πιάτα
ή σαν χαρτιά,
και ξάφνου
το κύμα
της ζωής,
ο γάμος του σπόρου
και της φωτιάς
και μεγαλώνεις, μεγαλώνεις
ξάφνου
σαν κορμός, στόμα, στέρνο,
λόφοι της γης,
ζωές,
η ζέστα ανεβαίνει,
η πληρότητα,
της ευφορίας ο άνεμος
σε κατακλύζουν
και τότε
το χρυσαφένιο χρώμα σου
ακινητείται, τις μορφές σου
γονιμοποιώντας·
η καστανή ουλή σου
τύπωσε το κάψιμό της
σ’ όλο το σύστημά σου
που ’ναι
από ημισφαίρια χρυσαφένια.
Τώρα,
ανέγγιχτο, είσαι
πράξη του ανθρώπου,
θαύμα που επαναλαβαίνεται,
της ζωής θέληση.
Ω ψωμί για κάθε
στόμα,
δε σε παρακαλούμε.
Οι άνθρωποι
δεν είναι ζητιάνοι
στην πόρτα αόριστων Θεών
ή σκοτεινών Αγγέλων.
Με τη θάλασσα και τη γη
θα κάνουμε ψωμί, θα σπείρουμε στάρι
στη γη και στους πλανήτες.
Το ψωμί για το
κάθε στόμα, και τον κάθε
άνθρωπο,
κάθε μέρα θα έρχεται
γιατί θα έχουμε πάει
να το σπείρουμε
και να το κάνουμε, όχι
για έναν άνθρωπο, μα
για όλους.
Το ψωμί, το ψωμί
για κάθε
λαό, και μαζί του
ό,τι έχει
τη μορφή και τη γεύση
του ψωμιού:
η γη,
η ομορφιά,
η αγάπη.

Όλ’ αυτά
γεύση είναι
ψωμιού, μορφή ’ναι
ψωμιού, βλάστηση
αλευριού.

Όλα
υπάρχουνε μόνο
για να μοιραστούν,
για να δοθούν,
για να πληθύνουν.
Γι’ αυτό, ψωμί,
αν αποφεύγεις
το σπίτι του ανθρώπου,
αν σε κρύβουν
και σ’ αρνούνται,
αν ο φιλάργυρος
σ’ εκπορνεύει
κι ο πλούσιος
σε προαγοράζει,
αν το στάρι
δε γυρεύει
το αυλάκι της γης,
ψωμί,
δε θα παρακαλούμε,
ψωμί,
δε θα ζητιανεύουμε,
θ’ αγωνιστούμε για σένα
μ’ άλλους και μ’ άλλους,
μ’ όσους πεινούνε.
Θα πάμε να σε ζητήσουμε
στον ποταμίσιο
βυθό
και στους αγέρες.
Θα μοιραστούμε όλη
τη γη, για να μπορείς
να βλασταίνεις, κ’ η γη
θα προχωρήσει μαζί μας,
το νερό, η φωτιά ο άνθρωπος
θα αγωνιστούνε μαζί μας.

Θα πάμε στεφανωμένοι
με στάχυα,
καταχτητές
της γης και του ψωμιού
για όλους,
και τότε
κ’ η ζωή
θα γίνει όπως
ψωμί, βαθιά κι απλή
και αρείφνητη κι αγνή.
Όλα τα όντα
δικαίωμα θα ’χουν
στη γη, στη ζωή. Και τέτοιο
το ψωμί θα ’ναι
του μέλλοντος, ψωμί για κάθε
στόμα, ιερό,
αφιερωμένο
γιατί θα ’ναι ο καρπός
του πιο μακρού, πιο σκληρού
ανθρώπινου αγώνα.
Η γήινη νίκη
δεν έχει φτερούγες:
ψωμί έχει στους ώμους.
Για να ελευθερώσει
τη γη, πετά, θαρραλέα,
σαν φουρνάραινα,
που την έχει πάρει
ο άνεμος.

Πάμπλο Νερούδα

(μτφρ. Άρης Δικταίος, Σ’ αναζήτηση του απολύτου: Ανθολογία της παγκοσμίου ποιήσεως, Ἀθήνα 1962, Φέξης, σ. 490-491)



* Δημοσιευμένο στο ηλεκτρονικό Νέο Πλανόδιον, στις 16-10-2023, εδώ.

Ο ποιητής πίσω από το ερωτηματικό


Αν κι είμαι σχεδόν βέβαιος, ιδίως μετά από τόσα χρόνια, πως κάποιος θα το έχει ήδη επισημάνει, θέλω από καιρό να το καταγράψω και σήμερα που είναι η γενέθλια ημέρα του Μαγιακόφσκι είπα να το πράξω. Η πιθανή επανάληψη ας χρεωθεί σε δική μου άγνοια. Η μεταθανάτια συλλογή μεταφράσεων του Άρη Αλεξάνδρου που επιμελήθηκε η συντροφός του Καίτη Δρόσου κι εξέδωσε ο Φίλιππος Βλάχος στα Κείμενα, το 1984, κλείνει με το ακόλουθο ποίημα, του οποίου ο (άγνωστος) συγγραφέας δηλώνεται με ένα ερωτηματικό, και την εξής υποσημείωση: «Το ποίημα δημοσιεύεται όπως βρέθηκε στα χαρτιά του Άρη Αλεξάνδρου χωρίς το όνομα του ποιητή, χρονολογία ή τίτλο συλλογής». Αντιγράφω τη μετάφραση του Αλεξάνδρου.

ΩΔΗ ΣΤΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΑΔΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΟΥ

Στὴν κόκκινη θάλασσα χίλιοι κατάδικοι
μὲ κόπο τραβᾶν τὰ κουπιὰ στὶς γαλέρες
δεμένους τοὺς ἔχουνε κώδικες ἄδικοι
Καὶ κλαῖν τοῦ Περοῦ τους τὶς ὄμορφες μέρες.

Ποὺ χάσανε κλαῖνε τὴ γῆ τῆς παράδεισος
ἐκεῖ ποὺ χορὸς καὶ γυναῖκες ― τίς εἶδες;
Στεφάνια καὶ λούλουδα τούμπανα κι ἄνιθος
καὶ δέντρα ψηλὰ καὶ γιομάτες καρύδες.

Μπουκάλια κρασὶ καὶ κανένα τους ἄνοστο
σωρὸς μπανανιὲς κι ἀνανάδες
μὰ νά ― τὸ γιατί κι ἀπὸ ποῦ ᾽φθασαν ἄγνωστο
πλακῶσαν στὸ δόλιο Περοῦ δικαστάδες!

Καὶ κάθε χορὸ καὶ πουλί τους ἀλλόκοτα
τὰ τύλιξαν στ᾽ ἄρθρα τοῦ νόμου.
Τὰ μάτια τοῦ πάρεδρου δυὸ σαρδελόκουτα
στὸ βοῦρκο γυαλίζουν ἑνὸς ὑπονόμου.

Κοιτάξαν παγώνια μπλὲ-πράσινα κι ἄραφτα
μὲ βλέμμα αὐστηρὸ καὶ στεγνὸ σὰ νηστεία
καὶ τά ᾽δες τὰ χρώματα ξέθωρα πάραυτα
σὲ κάθε νουρὰ παγωνιοῦ θεσπεσία!

Σὰν βγεῖς στὰ βουνὰ καὶ τοὺς λόγγους ― τί ξάφνιασμα!
παράδεισο δὲ βλέπεις νὰ λάμπει τὸ βράδυ
καὶ μόνο διαβάζεις παντοῦ πὼς τὸ κάπνισμα
στοὺς νόμους τοῦ κράτους ἀπάδει.

Ἡ πώλησις στίχων μου καὶ τὰ διαβάσματα
στὸν τροχὸ τιμωρεῖται καὶ σ᾽ ἄλλους βασάνους
καθὼς το οἰνόπνευμα καὶ ὅλα μου τ᾽ ἄσματα
διαφθείρουν ἐξίσου καλοὺς Περουβιάνους.
~·~
Τούτο λοιπόν το σατυρικό ποίημα, το ομοιοκατάληκτο, γραμμένο σε παραδοσιακή μετρική μορφή, είναι το «Гимн судье» (Ύμνος στους δικαστές), του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι. Γραμμένο το 1915, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νέον Σατυρικόν στις 26 Φεβρουαρίου. Το βρίσκει κανείς εύκαιρα, μαζί με τις πληροφορίες που μετέφερα, στη ρωσική βικιθήκη.


Φαίνεται πως ο Αλεξάνδρου πήρε αρκετές ελευθερίες στη μετάπλαση των δύο τελευταίων στροφών και παρέλειψε (ή δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει;) τρεις ενδιάμεσες στροφές. Σώζεται και η παμπάλαιη ηχογράφηση του ποιητή, από το 1920, η οποία ακολουθεί.

Κι ὅσοι εἴδαμε ἀπ᾿ τὴν κουπαστή, μᾶς λύθηκε τὸ ἀφάλι

Δεν είδα κι ούτε θα άντεχα διόλου να δω το βίντεο με την επίθεση του καρχαρία τίγρη στον 23χρονο Ρώσο Βλαντίμιρ Ποπόφ. Με συγκλόνισε όμως η κραυγή του αγοριού προς τον πατέρα του για βοήθεια, όπως γράφτηκε.
Αφορμή γι’ αυτό το σημείωμα στάθηκε το κείμενο του Μανόλη Σαββίδη (εδώ), όπου και γράφει για τον πατέρα: «Ο πατέρας είπε πως θα αποτεφρώσει τα λείψανα του γιου του και θα πάει τη στάχτη στη Ρωσία. Και θα θυμάται κάθε μέρα την κραυγή του γιου του. Κάθε μέρα, ώσπου να πεθάνει». Εκεί ο Σαββίδης μας θυμίζει τον «Πόρφυρα» του Σολωμού, που γράφτηκε υπό την επιρροή ενός αντίστοιχου πραγματικού συμβάντος στην Κέρκυρα. Αντιγράφω το γεγονός όπως διασώθηκε στον Τύπο της εποχής (Εφημερίς Ιονίων Νήσων 1847, αρ. 134, 12/24 Ιουλίου):

Ὁ Κ α ρ χ α ρ ί α ς. Θαλάσσιον τέρας ὅμοιον τοῦ περυσινοῦ, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται ἤδη βαλσαμωμένον εἰς τὸ Μουσεῖον μας, ἐπεσκέφθη τὸν λιμένα μας ἐφέτος. Εἴθε ὅμως ἡ ἐμφάνησις τοῦ νέου αὐτοῦ καρχαρία ὡς ἐκείνη τοῦ περυσινοῦ νὰ μὴ μᾶς ἔδιδεν αἰτίαν θρήνου! Τὴν 19 τρέχοντος περὶ 7 μ.μ. ἑν τοιοῦτον θαλάσσιον τέρας γιγαντιαίου μεγέθους ὥρμησεν αἰφνιδίως κατὰ στρατιώτου τοῦ 36 Τάγματος, ὅστις ἐκολύμβα μετά τινων ἄλλων συντρόφων τοῦ πλησίον τοῦ Μόλου τῆς Μανδρακίνας. Ἀφ᾽ οὐ ἥρπασε τὴν βοράν του μὲ τοὺς ὀδόντας ὁ Καρχαρίας ἐβυθίσθη διὰ νὰ τὴν καταφάγῃ ἀφίνων τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης βαμμένην μὲ αἷμα.
Και πάλι στην ίδια εφημερίδα, 1847, αρ. 135, 19/31 Ιουλίου:
Τὴν 28 λήγοντος Ἰουλίου περὶ τὰς 5 μ.μ. ναῦται τινὲς τῆς λέμβου τοῦ Ὑγειονομείου εἶδον σῶμα ἀνθρώπινον πλέον εἰς τὴν ἰδίαν θέσιν ὅπου ὁ δυστυχὴς στρατιώτης τοῦ 36 Τάγματος ἔμεινεν θῦμα. Οἱ Ὑπάλληλοι τοῦ Ὑγειονομείου ὑπῆγον ἀμέσως διὰ νὰ ἐξετάσωσι τὸ σῶμα, τὸ ὁποῖον, μὲ ὅλην τὴν ἀνήκουσαν περίσκεψιν, ἔσυρον ἀπὸ τὴν θάλασσαν ἐνώπιον πολλῶν στρατιωτῶν τοῦ ἰδίου 36 Τάγματος, καὶ εὗρον ὅτι ἦτον ἐκεῖνο τοῦ δυστυχοῦς στρατιώτου, περὶ τοῦ ὁποίου εἴπομεν, ἐλλεῖπον ὅμως τοῦ δεξιοῦ βραχίονος, καὶ ἔχον τὸν ἀριστερὸν μηρὸν καὶ ἄλλα μέρη τοῦ σώματος κατασχισμένα. Τὸ πτῶμα μετεφέρθη ἀμέσως εἰς τὸ παλαιὸν φρούριον, καὶ ἐκεῖθεν εἰς τὸ νεκροταφεῖον συνωδευόμενον ἀπὸ μέγαν ἀριθμὸν στρατιωτῶν. Καὶ οὕτω παρηγορούμεθα τουλάχιστον ὅτι τὸ λείψανόν του ἔτυχε τῆς ταφῆς ἐν τῷ μέσῳ δεήσεων πρὸς τὸν οἰκτίρμονα Θεόν.

Ο Σολωμός στον «Πόρφυρα», βαθιά συγκλονισμένος από την τραγική μοίρα του νέου, αντιπαραθέτει τη φρικτή στιγμή του κατασπαραγμού τού στρατιώτη από τον τίγρη του πελάγου προς τη χαρά και την ευτυχία που βιώνει μόλις πριν λίγο ο νέος μες στην ομορφιά της φύσης. Παραδομένος στη γλύκα της ζωής, τον βρίσκει ο βίαιος κι απροσδόκητος θάνατος την ίδια ίσα-ίσα στιγμή που αναγνωρίζει πως είναι η ζωή το «μέγα καλὸ καὶ πρῶτο!». Και μάλιστα παρουσιάζει την φύση να έχει ερωτικά σχεδόν σφιχταγκαλιασμένο και μαγεμένο (τῆς φύσης ἀπὸ τσ᾿ ὄμορφες καὶ δυνατὲς ἀγκάλες, ὁποῦ τὸν ἐγλυκόσφιγγε καὶ τοῦ γλυκομιλοῦσε) τον νέο στρατιώτη σαν σε μέθεξη ερωτική. Τόσο μαγεμένο που σχεδόν είναι υπεύθυνη για το ξελόγιασμά του. Ο Σολωμός αναδεικνύει και σχολιάζει εδώ ποιητικά την διττή υπόσταση της φύσης, την παραδείσια χάρη κι ομορφιά της από την μια και την άλογη, βίαιη, τρομερή και καταστροφική της δύναμη από την άλλη. Ταυτόχρονα όμως και την γλυκιά παράδοση του ανθρώπου στην ομορφιά της μα και την θαρραλέα –πλην ολωσδιόλου μάταιη ωστόσο– αντίστασή του στη σαρωτική βία της. (Νομίζω πως η ώρα του ηλιοβασιλέματος παρότι απηχεί κάπως το πραγματικό συμβάν, είναι και υπόρρητα δεμένη τραγικά με το βίαιο βασίλεμα της ζωής του νέου). Διόλου τυχαία, μα συγκλονιστικά απέριττα κι απλά, μέσα σε ένα δίστιχο, μεταφέρει αυτή την διφυή ενέργεια της απρόσωπης φύσης και την αποτυπώνει τελεστικά στην ύπαρξη και τη μοίρα του νέου στρατιώτη ως την δίπολη αντίθεση ομορφιάς/καλοσύνης – ζωής και λειψάνου/ερήμωσης – θανάτου:
Ἀπομεινάρι θαυμαστὸ ἐρμιᾶς καὶ μεγαλείου,
ὄμορφε ξένε καὶ καλὲ καὶ στὸν ἀνθὸ τῆς νιότης

[Μικρή τραγική συγκυρία: ο αδικοχαμένος νέος ήταν ξένος (μὲ φούχτα γῆ τῆς γῆς μου // ξένε)].

Κοντά ᾽ναι τὸ χρυσόφτερο καὶ κατὰ δῶ γυρμένο,
π᾿ ἄφησε ξάφνου τὸ κλαδὶ γιὰ τοῦ γιαλοῦ τὴν πέτρα
κι ἐκεῖ γρικᾶ τῆς θάλασσας καὶ τ᾿ οὐρανοῦ τὰ κάλλη
κι ἐκεῖ τραβᾶ τὸν ἦχο του μ᾿ ὅλα τὰ μάγια πὄχει.
Γλυκά ᾽δεσε τὴ θάλασσα καὶ τὴν ἐρμιὰ τοῦ βράχου
κι ἂ δὲν εἶν᾿ ὥρα γιὰ τ᾿ ἄστρι θὲ νὰ συρθεῖ καὶ νά ᾽βγει.
(Χιλιάδες ἄστρα στὸ λουτρὸ μ᾿ ἐμὲ νὰ στείλ᾿ ἡ νύχτα !).
Πουλὶ πουλάκι ποὺ λαλεῖς μ᾿ ὅλα τὰ μάγια πὄχεις,
εὐτυχισμὸς ἂ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα τῆς φωνῆς σου,
καλὸ δὲν ἄνθισε στὴ γῆ, στὸν οὐρανό, κανένα.
Δὲν τό ᾽λπιζα νά ᾽ν᾿ ἡ ζωὴ μέγα καλὸ καὶ πρῶτο!
Ἀλλ᾿ ἄχ, ἀλλ᾿ ἄχ, νὰ μπόρουνα σὰν ἀστραπὴ νὰ τρέξω,
ἀκόμ᾿, ἀφρέ μου, νὰ βαστᾶς καὶ νά ᾽μαι γυρισμένος
μὲ δυὸ φιλιὰ τῆς μάνας μου, μὲ φούχτα γῆ τῆς γῆς μου!».
Κι ἡ φύσις ὅλη τοῦ γελᾶ καὶ γένεται δική του.
Ἐλπίδα, τὸν ἀγκάλιασες καὶ τοῦ κρυφομιλοῦσες
καὶ τοῦ σφιχτόδεσες τὸ νοῦ μ᾿ ὅλα τὰ μάγια πὄχεις.
Νιὸς κόσμος ὄμορφος παντοῦ χαρᾶς καὶ καλοσύνης.

Ἀλλ᾿ ἀπαντοῦν τὰ μάτια του τρανὸ θεριὸ πελάγου
κι ἀλιά, μακριά ᾽ναι τὸ σπαθί, μακριά ᾽ναι τὸ τουφέκι!
Κοντὰ ᾽ν᾿ ἐκεῖ στὸ νιὸν ὀμπρὸς ὁ τίγρης τοῦ πελάγου·
ἀλλ᾿ ὅπως ἔσκισ᾿ εὔκολα βαθιὰ νερὰ κι ἐβγῆκε
κατὰ τὸν κάτασπρο λαιμὸ ποὺ λάμπει ὡσὰν τὸν κύκνο,
κατὰ τὸ στῆθος τὸ πλατὺ καὶ τὸ ξανθὸ κεφάλι,
ἔτσι κι ὁ νιὸς ἐλεύτερος, μ᾿ ὅλες τὲς δύναμές του,
τῆς φύσης ἀπὸ τσ᾿ ὄμορφες καὶ δυνατὲς ἀγκάλες,
ὁποῦ τὸν ἐγλυκόσφιγγε καὶ τοῦ γλυκομιλοῦσε,
εὐτὺς ἑνώνει στὸ λευκὸ γυμνὸ κορμὶ π᾿ ἀστράφτει,
τὴν τέχνη τοῦ κολυμπιστῆ καὶ τὴν ὁρμὴ τῆς μάχης.
Πρὶν πάψ᾿ ἡ μεγαλόψυχη πνοὴ χαρὰ γεμίζει:
Ἄστραψε φῶς κι ἐγνώρισεν ὁ νιὸς τὸν ἑαυτό του.

Ἀπομεινάρι θαυμαστὸ ἐρμιᾶς καὶ μεγαλείου,
ὄμορφε ξένε καὶ καλὲ καὶ στὸν ἀνθὸ τῆς νιότης,
ἄμε καὶ δέξου στὸ γιαλὸ τοῦ δυνατοῦ τὴν κλάψα.
(Ακολουθώ την έκδοση του Στ. Αλεξίου)
~·~

Ένα άλλο ποίημα, ελληνικό, που μνημονεύει παρόμοιο τραγικό περιστατικό είναι το ακόλουθο του Νίκου Καββαδία, από το Τραβέρσο (1975).

Cocos Islands

Στὴ Μαίρη Γιαννουλάτου
Στὴν πλώρη ὁ σφυροκέφαλος μὲ τὸ φτερὸ στὴ ράχη,
τότε ποὺ πῆρε ὁ Συμιακὸς βουτιὰ μὲ τὸ κεφάλι.
«Ὅλο ἀρμενίζει ὁ γιόκας μου, ποὺ τὴν εὐχή μου νά ᾽χει…»
Κι ὅσοι εἴδαμε ἀπ᾿ τὴν κουπαστή, μᾶς λύθηκε τὸ ἀφάλι.

Γιατί μπερδεύω τούτη ἐδῶ μὲ μι᾿ ἄλλην ἱστορία;
Εἶν᾿ ἕνα χέρι ποὺ πονάει, βαρὺ καὶ λαβωμένο.
Βλέπω συχνὰ στὸν ὕπνο μου ἕνα ἄσπρο καρχαρία
μὲ περιμένει νηστικὸς ἢ ἐγὼ τὸν περιμένω;

Ἀκόμα δὲ φανήκανε κοράκια καὶ παράλια.
Ἁρμάτωσα μία καθετὴ μὲ μεσηνέζα σάπια.
Μία δεκοχτούρα ἀπ᾿ τὸ πρωὶ μοιρολογάει στὰ στράλια
ἀπάνω στὸ πλεούμενο, ποὺ περπατάει σὰν πάπια.

Νά ᾽χαμε νὰ τοῦ δίναμε μία ρίζα, ἕνα χορτάρι,
ἕνα κλωνὶ βασιλικὸ τὰ χείλη νὰ δροσίσει,
ἢ νὰ τὸν κοινωνούσαμε μὲ μία τούφα χασίσι.
Θὰ ναρκωνόταν ὁ σκορπιὸς ποὺ μέσα του σαρτάρει.

Μὲ γάντζους στὸ κατάστρωμα πήδησαν οἱ Μαλαίσιοι
καὶ μαλακὰ τὸν θέσανε σὲ μία σκοινένια μπράντα.
Τοῦ χάιδευε τὰ δάχτυλα μία μαύρη, ἡ Τζακαράντα,
καὶ μία γριὰ μαστόρισσα ποὺ βρώμαγε σὰ λέσι.

Κοιμᾶται ὀνειρευάμενος κάμπους μὲ χαμομήλια.
Ξαναγενήκαμε μεμιᾶς τὰ ροῦχα ποὺ φορᾶμε.
Βόγκει στὸ πρόσω ἡ μηχανὴ καὶ τώρα ἀνηφορᾶμε,
λειψοὶ πάνω στὸ σίδερο, μὲ κουρασμένα μίλια.

Cocos Islands 1956.

Στον Καββαδία, ο τρόμος και η φρίκη παραλύει τους ανήμπορους θεατές του αποτρόπαιου και φρικτού διασπαραγμού, που όμως παρ’ όλα αυτά αποτελεί ένα πιθανό και βάσιμο ενδεχόμενο, αν όχι μια αναπόδραστη κι αποδεκτή μοίρα του ναυτικού («Βλέπω συχνὰ στὸν ὕπνο μου ἕνα ἄσπρο καρχαρία / μὲ περιμένει νηστικὸς ἢ ἐγὼ τὸν περιμένω;»). Η αντίθεση όμως που ξεφυτρώνει εδώ, αθόρυβα και σχεδόν ντροπαλά/ενοχικά («Ξαναγενήκαμε μεμιᾶς τὰ ροῦχα ποὺ φορᾶμε»), είναι ανάμεσα στην φρίκη του βίαιου θανάτου από τη μια, και –παρά το ανατριχιαστικό αντίκρισμά της– η άμεση επιστροφή των ανθρώπων στη ρουτίνα της καθημερινότητας από την άλλη.
~·~

Έχω υπόψη μου και μια άλλη ιστορία, λογοτεχνική, που συνδέεται με όλα τούτα, κι εκτυλίχτηκε στον «άγριον Ινδικό» του Μαραμπού, και που την αφηγήθηκε –εκκινώντας από προσωπικές εμπειρίες κι εντυπώσεις– ένας Ρώσος, ετούτη τη φορά, συγγραφέας. Αναφέρομαι στον Άντον Τσέχωφ και στο διήγημά του «Ο Γούσεβ», το οποίο και έγραψε πάνω στο πλοίο που τον μετέφερε στην Οδησσό, μετά το πολύμηνο ταξίδι του στην Σιβηρία και την Σαχαλίνη, (ο ίδιος σημειώνει: Κολόμπο, 12 Νοεμβρίου [1890]).  Το δημοσίευσε στις 25 Δεκεμβρίου 1890, αμέσως μετά την επιστροφή του. Στο διήγημα αυτό παρουσιάζεται η καθημερινότητα και οι συζητήσεις δυο άρρωστων Ρώσων στρατιωτών, στο νοσοκομείο του πλοίου, που τους μεταφέρει, από την Άπω Ανατολή, πίσω στην πατρίδα. Κι οι δυο πεθαίνουν, μάλλον από φυματίωση, με τον Τσέχωφ να κλείνει την αφήγηση περιγράφοντας την ταφή του Γούσεβ στη θάλασσα. Εκεί εμφανίζεται ο καρχαρίας, μα και μια αναπάντεχη κι απρόσμενη, δοξαστική περιγραφή της φύσης πάνω από τη θάλασσα και τα σκοτεινά τελούμενα εντός της.

Όπως έχει επισημανθεί, το διήγημα εκκινεί από άμεσες προσωπικές εμπειρίες κι εντυπώσεις που είχε ο ίδιος ο Τσέχωφ, κατά την δική του επιστροφή με πλοίο από την ρώσικη Άπω Ανατολή. Στο «Πέτερσμπουργκ», το πλοίο που επέβαινε, πέθαναν δυο ναύτες και ρίχτηκαν στη θάλασσα, όπως επέβαλαν τα  ναυτικά ειωθότα. Αυτή η εμπειρία ταρακούνησε τον Τσέχωφ, όπως εξομολογήθηκε στον φίλο του Σουβόριν:
Δυο άνθρωποι πέθαναν καθ’ οδόν προς Σιγκαπούρη, και τα πτώματά τους ρίχτηκαν στη θάλασσα. Όταν βλέπεις έναν άνθρωπο τυλιγμένο με καραβόπανο να στριφογυρίζει στο νερό, με τρόμο συλλογίζεσαι ότι ο βυθός βρίσκεται μίλια κάτω, και δεν μπορείς να μη σκεφτείς πως κι εσύ μπορεί να πεθάνεις και θα σε  πετάξουν στη θάλασσα.
(Επιστολή 9ης Δεκεμβρίου 1890, από τη Μόσχα, προς τον Αλεξέι Σουβόριν).

Η δεύτερη μνεία μιας άλλης καθοριστικής εμπειρίας, από το ίδιο θαλάσσιο ταξίδι του, προέρχεται από τον αδελφό του , Μιχαήλ Τσέχωφ. Στις αναμνήσεις του από τη ζωή με τον αδελφό του Άντον, που κατέγραψε και δημοσίευσε, ο Μιχαήλ Τσέχωφ μεταφέρει και μια ιστορία με τον αδελφό του να κολυμπάει στον Ινδικό ωκεανό.
Για να μπορέσει να κολυμπήσει ο Άντον, το πλήρωμα έριξε ένα σχοινί από την πρύμνη. Ο Άντον λοιπόν βουτούσε από την πλώρη, άρπαζε το σχοινί μόλις περνούσε πλάι του και κρατιόταν όσο το πλοίο προχωρούσε. Όσο λοιπόν ήταν στο νερό, είδε ψάρια πιλότους κι έναν καρχαρία να κολυμπά καταπάνω του (αυτό το επεισόδιο πέρασε μες στην ιστορία του «Γούσεβ»).

Αντιγράφω το τέλος της ιστορίας, από τη μετάφραση του Κ. Σ. Κοκόλη:
[…] Τον ράβουν μέσα σε καραβόπανο και για να βαρύνει περισσότερο, του βάζουν δυο σίδερα. Ραμμένος στο καραβόπανο μοιάζει σαν καρότο ή σα ρεπάνι: στο κεφάλι πλατύ, στα πόδια στενό… Κοντά να βασιλέψει ο ήλιος, τον φέρνουν στο κατάστρωμα και τον βάζουν απάνω σε μια σανίδα· η μια άκρη της σανίδας ακουμπάει στην κουπαστή, η άλλη σε μια κάσα, τοποθετημένη σε σκαμνί. Γύρω στέκουνται οι στρατιώτες και το πλήρωμα του βαποριού ξεσκούφωτοι.
―Ευλογητός ο Θεός ημών, αρχινάει ο παπάς, πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων!
―Αμήν! ψάλλουν τρεις ναύτες.
Οι στρατιώτες και το πλήρωμα κάνουν το σταυρό τους και κοιτάζουν προς το μέρος των κυμάτων. Παράξενο! να είναι άνθρωπος ραμμένος μέσα σε καραβόπανο και να πεταχθεί αμέσως στα κύματα. Τάχα στον καθένα δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο;
Ο παπάς ρίχνει χώμα στον Γούσεβ και υποκλίνεται. Ψέλνουν το αιωνία η μνήμη.
Ο φρουρός ανασηκώνει την άκρη της σανίδας, ο Γούσεβ γλιστράει απάνω απ’ αυτήν, πετάει κάτω με το κεφάλι· ύστερα στριφογυρίζει στον αέρα και ― μπλουμ! Ο αφρός τον σκεπάζει και για μια στιγμή φαίνεται περιτυλιγμένος σε δαντέλες, μα η στιγμή αυτή περνάει και γίνεται άφαντος στα κύματα.
Βυθίζεται γρήγορα. Θα φθάσει άραγε στον πάτο; Λένε πως ώς το βυθό είναι τέσσερα βέρστια. Όταν πήγε οχτώ-δέκα οργιές, αρχίζει να βυθίζεται ολοένα πιο σιγά, κουνιέται ρυθμικά, σαν αναποφάσιστα, το ρεύμα τον παρασέρνει και φέρνεται πιο γρήγορα πλάγια, παρά προς τα κάτω.
Να όμως στο δρόμο του συναντάει πλήθος μικρών ψαριών, που τα λεν πιλότους. Μόλις είδαν το σκούρο σώμα, τα ψαράκια σταματούν, σαν καρφωμένα και ξαφνικά όλα με μιας γυρίζουν πίσω και χάνονται. Δεν περνάει ένα λεπτό και γρήγορα, σα σαΐτες, ξαναχυμούν στο Γούσεβ κι αρχινούν μ’ ελιγμούς να σχίζουν γύρω του τα νερά…
Ύστερα παρουσιάζεται άλλο σκούρο σώμα. Είναι καρχαρίας. Σοβαρά και αθέλητα σαν να μη βλέπει τον Γούσεβ, τον πλησιάζει από κάτω ενώ αυτός χαμηλώνει στη ράχη του, έπειτα στρέφει με την κοιλιά απάνω, χαϊδεύεται στα θερμά, διάφανα νερά και τεμπέλικα ανοίγει το στόμα με τις δυο σειρές δόντια. Οι πιλότοι είναι ενθουσιασμένοι στέκουνται και κοιτάζουν τι θα γίνει ύστερα. Αφού έπαιξε με το σώμα, ο καρχαρίας βάζει αθέλητα κάτω απ’ αυτό το στόμα, το αγγίζει προσεχτικά με τα δόντια του και το καραβόπανο σχίζεται σ’ όλο το μάκρος του σώματος, απ’ το κεφάλι ώς τα πόδια ένα απ’ τα σίδερα ξεφεύγει κι αφού κατατρόμαξε τους πιλότους και χτύπησε τον καρχαρία στο πλευρό, βυθίζεται ορμητικά στον πάτο.
Σ’ αυτό το διάστημα, απάνω, προς το μέρος που βασιλεύει ο ήλιος, συνάζονται σύννεφα: ένα σύννεφο μοιάζει με θριαμβευτική αψίδα, άλλο με λιοντάρι, τρίτο με ψαλίδι… Από πίσω απ’ τα σύννεφα προβάλλει μια πράσινη αχτίνα και φτάνει ώς τη μέση του ουρανού· σε λιγάκι, πλάι της απλώνεται, μια μενεξεδένια, δίπλα σ’ αυτή μια χρυσή, έπειτα τριανταφυλλένια… Ο ουρανός παίρνει γλυκό χρώμα πασχαλιάς. Βλέποντας αυτόν τον μεγαλόπρεπο, μαγευτικό ουρανόν, ο ωκεανός στην αρχή κατσουφιάζει, γρήγορα όμως κι αυτός αποχτάει χρώματα χαϊδευτικά, χαρμόσυνα, γλυκά, που είναι δύσκολο σε ανθρώπινη γλώσσα να τα ονομάσει
.

Ο Τσέχωφ, ατάραχος σχεδόν κι απαθής, περιγράφει ό,τι τον είχε συγκλονίσει σε κείνο το ταξίδι κι αφήνοντας τις μακάβριες τελετουργίες που επιτελούνται κάτω στον σκοτεινό βυθό, στρέφει τη ματιά επάνω προς τον ουρανό, προσπαθώντας –ενώ «είναι δύσκολο σε ανθρώπινη γλώσσα»– να ονομάσει την πολύχρωμη θριαμβική ομορφιά της φύσης κατά το ηλιοβασίλεμα. Σίγουρα διακρίνει κανείς στην τελική αυτή παράγραφο την ηθική αδιαφορία της φύσης για τα ανθρώπινα και κυρίως για τον θάνατο, δεν μπορεί όμως να αποφύγει κάποιος και έναν αυθόρμητο (παντελώς προσωπικό κι αυθαίρετο αν προτιμάτε!) συνειρμό, πως κι εδώ η φύση εμφανίζεται την ίδια στιγμή με την πάντοτε διττή της, διφυή, παρουσία κι ενέργεια.

Ο Γούσεβ, νέος, στρατιώτης κι αυτός, Ρώσος, όπως κι ο Τσέχωφ δα, που αφηγήθηκε την ιστορία και την μοίρα του.


{φωτό: ©Владимир Песня / РИА Новости}

Κορφολογώντας τις μεταφράσεις του Αλέξη Πάρνη από τη ρωσική ποίηση*

Προλόγισμα – Ανθολόγηση: ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

Παρά δυο μήνες εκατόχρονος, εκμέτρησε το ζην προχθές ο Αλέξης Πάρνης (συγγραφικό ψευδώνυμο του Σωτήρη Λεωνιδάκη, 24 Μαΐου 1924 – 10 Μαρτίου 2023). Ιστορικός μάρτυς  μιας εποχής βαριάς, δύσκολης μα και κοσμοϊστορικής, έδωσε με τη στάση, τη ζωή και το συγγραφικό του έργο το ιδιαίτερο πολιτικό και κοινωνικό μαχητικό παρών ― και πλήρωσε και το τίμημα των επιλογών του. Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό της εκτίμησης και της ανιδιοτελούς φιλίας και γενναιοδωρίας προς το πρόσωπό του από τον Τούρκο ποιητή Ναζίμ Χικμέτ μεταφέρει ο Στέλιος Ελληνιάδης:
«Στη Μόσχα, ο Χικμέτ τον είχε φέρει σε επαφή με μία φίλη που μπορούσε να του παραχωρήσει ένα δωμάτιο στο μεγάλο της διαμέρισμα για να μένει σε καλές συνθήκες, κοντά στη σχολή του, χωρίς να πληρώνει ενοίκιο. Μόνο όταν ξαναβρέθηκε στη Μόσχα το 1989, έμαθε ο Πάρνης την αλήθεια: ο Χικμέτ πλήρωνε 200 ρούβλια ενοίκιο έχοντας συμφωνήσει με την οικοδέσποινα να το κρατήσει μυστικό από τον Πάρνη».
Από τις εξαιρετικές μεταφράσεις της ρώσικης ποίησης που μέχρι σήμερα μας επιδαψίλευσε (Ρωσικός Παρνασσός: Ανθολογία ρωσικής ποίησης, Καστανιώτης, Αθήνα 2016 & Ντμίτρι Μιζγκούλιν, Άγγελος εωθινός, Καστανιώτης, Αθήνα 20162), κορφολογούμε το μικρό τούτο απάνθισμα.
Γαίαν έχοι ελαφράν!

~·~

ΜΙΧΑΗΛ ΓΙΟΥΡΕΒΙΤΣ ΛΕΡΜΟΝΤΟΦ

Βγήκα μόνος στου γκρεμού τα μονοπάτια,
μες στην πάχνη της νυχτιάς φέγγουν θολά…
Στο Θεό γυρίζει η έρημος τα μάτια,
άστρο μ’ άστρο κουβεντιάζει εκεί ψηλά.

Ουρανός θριαμβικός και μαγεμένος!
Στο γαλάζιο το βαθύ κοιμάται η γη…
Γιατί νιώθω τάχα τόσο πικραμένος;
Τι μου πήραν, τι προσμένω απ’ τη ζωή;

Δε ζητάω πια τίποτ’ από κείνη,
για το χτες δεν έχω λύπη και καημό.
Λευτεριά θέλω μονάχα και γαλήνη,
ύπνο μόνο λησμονιάς κι αναπαμό.

Όχι αυτόν μέσα σε τάφο παγωμένο…
Θα ’θελα ν’ αναπαυθώ παντοτινά,
όμως στη ζωή κοντά να μένω
με το στήθος ν’ ανασαίνει ζωντανά.

Για ν’ ακούω στο βαθύ μου καταφύγι
της αγάπης τη φωνή να τραγουδά,
κι από πάνω μου ολοπράσινη να σκύβει
μια βαθύσκια θαλερή βελανιδιά.
1841

~·~

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΑΛΕΞΑΝΤΡΟΒΙΤΣ ΜΠΛΟΚ

Το φαρμακείο κι η νυχτιά κι οι δρόμοι
και τ’ άσκοπα φανάρια τα μουντά.
Μισός αιώνας κι αν περάσει ακόμη,
τίποτα δε θ’ αλλάξει απ’ όλα αυτά.

Πεθαίνεις κι αρχινάς απ’ τ’ Άλφα πάλι,
συνεχίζεις τη ζωή «επί τα αυτά».
Της παγωνιάς το ρίγος στο κανάλι,
το φαρμακείο, τα φανάρια κι η νυχτιά.
10 Οκτωβρίου 1912

~·~

ΝΙΚΟΛΑΪ ΣΤΕΠΑΝΟΒΙΤΣ ΓΚΟΥΜΙΛΙΟΦ

ΕΓΩ ΚΙ ΕΣΥ

Δεν είμαστε απ’ την ίδια φάρα,
κρατάω από μέρη μακρινά
και προτιμώ απ’ την κιθάρα
τους άγριους ήχους του ζουρνά.

Δε μ’ αρέσουν σάλες και σαλόνια,
σμόκιν και φουστάνια λαμπερά.
Τους στίχους μου απαγγέλλω στα τελώνια,
στα βάραθρα, τα νέφη, τα νερά.

Στον έρωτα θυμίζω διψασμένο
Άραβα που χυμάει να πιει. Δεν μπορώ διακριτικά να περιμένω,
σαν ιππότης στην αστέρινη σιωπή.

Και δε θα πεθάνω στο κρεβάτι,
με συμβολαιογράφο και γιατρό,
αλλά σε βουνίσιο μονοπάτι
πλάι σ’ ένα χάος τρομερό.

Δε ζητάω να βρω πλούσιο σπίτι
ή του Παραδείσου τη χλιδή,
αλλά του κουρσάρου και του αλήτη
και της αμαρτίας την ορδή.
1918

~·~

ΣΕΡΓΚΕΪ ΑΛΕΞΑΝΤΡΟΒΙΤΣ ΓΕΣΕΝΙΝ

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΜΑΝΑ

Είσαι ακόμα στη ζωή, γλυκιά μητέρα;
Ζω κι εγώ, γριούλα μου. Έχε γεια.
Ας φωτίζει το καλύβι σου εκεί πέρα
μ’ ένα φως ανέσπερο η βραδιά.

Μου ’παν για την έγνοια που σε δέρνει
και τον πόνο σου για μένα τον πνιχτό.
Παίρνεις, λένε, τα σοκάκια τυλιγμένη
στο φτενό παλιομοδίτικο παλτό.

Και φαντάζεσαι συχνά μέσα στο γκρίζο
το σκοτάδι κάποιο θέαμα τρομερό:
στην ταβέρνα μεθυσμένο καβγαδίζω
και μου μπήγουνε μια κάμα στο πλευρό.

Έλα, ησύχασε και βγάλε απ’ το κεφάλι
τις ιδέες τις κακές του οξαποδώ,
δεν θα γίνω τόσο πότης και ρεμάλι
για να φύγω απ’ τη ζωή προτού σε δω.

Έχω μείνει τρυφερός και θέλω μόνο
ν’ αληθεύει τ’ όνειρό μου το παλιό,
να ξεφύγω απ’ το φιλόνικό μου πόνο
και στο σπίτι μας να ’ρθώ το ταπεινό.

Θα γυρίσω όταν του κήπου μας τα κλώνια
ανοιξιάτικα μιλήσουνε στη γη.
Μόνο μην έρθεις σαν τ’ άλλα χρόνια
στοργικά να με ξυπνήσεις την αυγή.

Μην ξυπνάς αυτό που ’χει περάσει,
μη σκαλίζεις τους ανίατους καημούς.
Η ζωή μου έχει πρόωρα χορτάσει
από κούραση και πίκρες και χαμούς.

Δε θα κάνω όπως ζητάς την προσευχή μου.
Είναι ανέφικτος στο χτες ο γυρισμός.
Μόνο εσένα έχω ακόμα δύναμή μου,
μόνο εσύ το ασύγκριτο είσαι φως.

Κι έτσι αψήφησε την έγνοια που σε δέρνει
και τον πόνο σου για μένα τον πνιχτό.
Και μην παίρνεις τα σοκάκια τυλιγμένη
στο φτενό παλιομοδίτικο παλτό…
1924

~·~


Φεύγουμε σιγά σιγά για πέρα,
όπου απλώνεται η μακάρια σιωπή.
Ίσως και για μένα φτάνει η μέρα
να ‘τοιμάσω τα μπαγκάζια μου για κει.

Οι χαρούμενες σημύδες, το ρουμάνι,
οι κοιλάδες, τα χωράφια, η αμμουδιά…
σάμπως όνειρα μακραίνουνε και πάνε
πλημμυρώντας νοσταλγία την καρδιά.

Γιατί λάτρεψα όλα κείνα που τυλίγουν
την ψυχή μας με της σάρκας τα φτερά.
Βλογημένες οι νερόλευκες που σκύβουν
καθρεφτίζοντας τα κλώνια στα νερά.

Έχω πίσω μου πολλά τραγούδια αφήσει,
συλλογίστηκα πολύ στη σιωπή
κι είμαι τυχερός γιατί έχω ζήσει
και χαρεί σ’ αυτή τη γη τη σκυθρωπή.

Γιατί φίλησα γυναίκες στην αράδα,
πάτησα τα χόρτα στις βραγιές
και τ’ αδέλφια μου τους σκύλους με σκληράδα
στο κεφάλι δεν τα χτύπησα ποτές.

Ξέρω πως εκεί δεν έχει δάση
και το στάχυ σαν τον κύκνο δεν σκιρτά…
Την ψυχή που τόσα θαύματα θα χάσει
ένα ρίγος την παγώνει δυνατά.

Ξέρω πως εκεί δε θ’ αντικρίζω
της ιτιάς τη βραδινή μαρμαρυγή.
Και γι’ αυτό τόσο πολύ για μένα αξίζουν
όσοι ζούνε κι αναπνέουν σ’ αυτή τη γη.
1924

~·~

Η ζωή μας είναι απάτη, όμως ωραία.
και γι’ αυτό έχει τόση δύναμη θαρρώ.
Γράφει πάντα κάτι γράμματα μοιραία
μ’ ένα χέρι αλύπητα σκληρό.

ξεκουράζω κάποτε το βλέμμα
και μιλάω στην καρδιά μου σοβαρά.
«Είναι απάτη!» – λέω. «Όμως το ψέμα
γίνεται συχνά τρανή χαρά.

Μάντεψε το μέλλον στη σελήνη,
στον ουράνιο θόλο τον σταχτί.
μη ρωτάς για την αλήθεια… Υπάρχει εκείνη
που δεν πρέπει να ξέρουν οι θνητοί».

Είναι ωραία σε καιρούς ανθοφορίας
να βρεθείς – κι όλα να ’ναι ιδανικά…
Ας προδόθηκα από φίλους ευκαιρίας

κι ας με γέλασαν τυχαία θηλυκά.

με το φθόνο ας με χτυπάνε και τα μίση
ή με λόγο ας με χαϊδεύουν τρυφερό.
Έχω αγόγγυστα τα πάντα συνηθίσει
και πανέτοιμος τα πάντα καρτερώ.

Οι κορφές αυτού του κόσμου με παγώνουν
κι είναι κρύα των άστρων η φωτιά.
Όσους λάτρεψα πολύ μ’ αφήσαν μόνο,
όσους έθρεψα μ’ έχουν ξεχάσει τώρα πια.

Όμως έτσι σα φυγάδας και δεσμώτης,
χαμογελώντας κάθε πρωινό,
σ’ αυτή τη γη και σ’ ό,τι είναι δικό της
για πάντα τη ζωή θα ευγνωμονώ.
Αύγουστος 1925

~·~

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΒΛΑΝΤΙΜΙΡΟΒΙΤΣ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

Χτύπησε τέσσερις.
Βαριές σαν βαριά.
«Του Θεού στο Θεό – τα Καίσαρος τω Καίσαρι».
Όμως ένας όπως εγώ
Σε ποια ν’ απαγκειάσει μεριά
μια κρυψώνα βρίσκοντας εύκαιρη;

Αν ήμουν μικρός
όσο κι ο Μεγάλος Ωκεανός,
στις μύτες θα στεκόμουν των κυμάτων,
θ’ άλλαζα χάδια στην παλίρροια με τη σελήνη.
Πού να βρω μια γυναίκα
στα μέτρα μου εδώ κάτω;
Δυστυχώς
στον ουρανό μας το μικρό δε θα χωρούσε εκείνη.

Ω, και να να ’μουν φτωχός
σαν κροίσος στη γη!
Τι σημαίνουν τα λεφτά για την ψυχή μας;
Κλέφτες που την κλέβουν μακροχρόνια.
Τα όνειρά μου δυνατά τρέχουνε σαν ορδή,
δεν τα χορταίνει ούτε ο χρυσός της Καλιφόρνια.

Αν χειριζόμουν άσχημα λόγια και γραφίδα
σαν τον Δάντη
και τον Πετράρχη
θα μπορούσα να λατρέψω τη μοναδική.
Με στίχους την ψυχή της να λιώνω…
Τα λόγια κι η αγάπη μου
θα ’ταν θριάμβου αψίδα.
Γαι αν διαβούν και να χαθούν εν τάχει
οι ερωμένες όλων των αιώνων.

Ω, και να ’χα την ευχέρεια
να γίνω αθόρυβος
όπως τ’ αστροποκέραυνα.
Θα τράνταζα του κ΄σομου τις ετοιμόρροπες σκήτες.
Αν δυνατά εγώ τα ’ριχνα
με πάταγο απ’ τον ουρανό,
τα χέρια θα ’σπαγαν οι κομήτες
κι από την πλήξη θα πέφταν στο κενό.

Θα μπορούσα το σκοτάδι να ροκανίσω
αν ήμουν θαμπός
σαν τον ήλιο.
Θέλω πολύ
με τη λάμψη μου να ποτίσω
της γης το μαραμένο βασίλειο.

Σβαρνίζοντας
την αγάπη μου θα βγω στο σεργιάνι.
Σε ποιο βαθιονύχτι
θεότρελο
κι άρρωστο
ποιοι Γολιάθ μ’ έχουν κάνει
τόσο μεγάλο
κι άχρηστο;
1916

~·~

ΜΑΡΙΝΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ ΤΣΒΕΤΑΕΒΑ

Δεν θέλω δόξες κι έρωτες –
αυτά σε κάνουν μέθυσο.
Εγώ δεν πόθησα ποτές
μήλο να πιάσω ολόχρυσο.

Κάτι με κυνηγάει ωστόσο,
αστροπελέκια ακούω πολλά…

Θα ’θελα τόσο,
θα ’θελα τόσο –
να πεθάνω αθόρυβα κι απλά.
Ιούλιος 1920

~·~

Εγώ το χάραξα σε πλάκες ιερές,
στην άμμο – πλάι στο γιαλό και στα ποτάμια.
Στις πτυχωτές βεντάλιες τις τεφρές,
στα παγοδρόμια και τα τζάμια.

Και στους εκατόχρονους κορμούς – κι εκεί…
Και τελικά παντού για να το δείξω,
πως είσαι αγάπη, αγάπη, αγάπη μου μοναδική,
έβαλα σαν υπογραφή το ουράνιο τόξο.

Ήθελα κι άλλοι ν’ άνθιζαν εκλεκτοί
μες στη σκιά μου, σαν τους αθανάτους…
Αλίμονο! Διέγραψα σκυφτή
απ’ τα χαρτιά μου για πάντα τ’ όνομά τους.

Όμως εσύ, που μου σπαράζεις την καρδιά,
που δε σε πρόδωσε ο γραφιάς ο πουλημένος,
στη βέρα μου και στα βιβλία τα ιερά
παντοτινά θα μείνεις χαραγμένος.
18 Μαΐου 1920

~·~


Οι στίχοι αυτοί, που βγήκαν μάνι μάνι
πριν νιώσω ακόμα ποιητής,
που τιναχτήκανε ψηλά σα σιντριβάνι
και σαν φως της αστραπής,

που σαν δαιμόνια σταλμένα από τον Άδη
μπήκαν σε χώρους θυμιατού και προσευχής,
τα ποιήματά μου για το φως και το σκοτάδι
που δεν αξιωθήκαν προσοχής,

που σκονισμένα στέκονται στο ράφι,
σε μαγαζιών αζήτητο σωρό,
καθάριο θα λογιάζονται χρυσάφι
–σαν τα παλιά κρασιά– με τον καιρό.
Κοκτεμπέλ, 13 Μαΐου 1913

~·~

Σαν δυο χέρια –το δεξί κι αριστερό–
οι ψυχές μας πλάι πλάι στον καιρό.

Μας ταιριάξαν η χαρά κι η θαλπωρή.
Δυο φτερούγες – δεξιά κι αριστερή.

Και μια θύελλα γεννάει τη συμφορά
και σαν άβυσσος χωρίζει τα φτερά.
10 Ιουλίου 1918

~·~

Είμαι για σένα το χαρτί,
μια σελίδα υπάκουη στη γραφή σου,
που φυλάει τον πλούτο σου πιστή:
τρίδιπλο θα σ’ τον γυρίσω πίσω.

Είμαι το χωριό, χωράφι καρπερό. Είσαι το φως, δροσιά, κι ακόμα
ο Κύριος τ’ Αφεντικό – κι εγώ
λευκό χαρτί, γόνιμο χώμα.
10 Ιουλίου 1918

~·~

ΑΝΝΑ ΑΝΤΡΕΕΒΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

Έχω κάνει τη ζωή μου απλό ρητό!
Κουβεντιάζω στο Θεό, κοιτώ τα ουράνια.
Κάθε βράδυ με τις ώρες περπατώ,
αλαφρώνοντας της έγνοιας την τυράννια.

Σα θροΐζουνε στην όχτη οι φλαμουριές
και ροδίζουν τα βατόμουρα στο ρέμα,
φτιάχνω ρίμες σαν αράδες ’λαφριές
για του βίου το φθαρτό κι ωραίο ψέμα.

Επιστρέφω… Με προσμένει το γατί
και στο χέρι μου χαϊδεύεται με χάρη.
Είναι η φλόγα σταθερή και δυνατή
στου παρόχθιου εργοταξίου το φανάρι.

Κι είναι μόνον οι φωνές των πελαργών
που ταράζουν τη σιωπή μας εδώ πέρα.
Κι ίσως φίλε μου, να μη σ’ ακούσω εγώ
αν χτυπήσει την πόρτα μου μια μέρα.
1912

~·~

Στο τελωνείο μια σημαία ξεβαμμένη,
η κίτρινη πάνω απ’ την πόλη καταχνιά.
Νιώθω την καρδιά μου να πεθαίνει
κι η κάθε ανάσα με πονά.

Της ακτής το κορίτσι να γινόμουν πάλι,
στα ξυπόλυτα πόδια σαντάλια να φορώ,
να ’χω τον κότσο κορόνα στο κεφάλι,
να τραγουδάω με πάθος φλογερό.

Απ’ το σπίτι να βλέπω το θόλο
του ναού της Χερσώνας μακριά.
Να μην ξέρω προσώρας καθόλου
πόσο μας φθείρει η δόξα κι η χαρά.
Φθινόπωρο 1913

~·~


(Απόσπασμα)


Γλυκιά η φωνή με σημασία
μου ’λεγε ενδόμυχα: «Έλα δω!
Άσε για πάντα τη Ρωσία,
τη σκοτεινιά και το κακό.

Τα γαίματα και τ’ όνειδός σου
θα τα ξεπλύνω για καλά
κι όνομα νέο θα σου δώσω
σβήνοντας βάσανα παλιά».

Τ’ αυτιά μου εγώ τα ’κλεισα ωστόσο
στο κήρυγμα το δολερό.
Δεν ήθελα να κηλιδώσω
τον πόνο μου τον ιερό.
Φθινόπωρο 1917

~·~


Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΛΩΤ

Ο δίκαιος εβάδιζε στον άγγελό του πλάι
πελώριος κι ολόφωτος στη σκοτεινή βουνοπλαγιά.
Κι άκουγεν η γυναίκα του τον πανικό της να μιλάει:
«Γύρνα και πίσω αγνάντεψε όσο δεν είναι αργά.

τα κάστρα τα κοκκινωπά κοίταξε των Σοδόμων,
τα μέρη που τραγούδαγες κι έδρεπες τη σοδειά,
το σπίτι σου με τ’ αδειανά παράθυρα στο δρόμο,
εκεί που τόσα γέννησες παιδιά…»

Εκοίταξε και πάγωσε μεμιάς πόνο γεμάτη,
στέρεψε των ματιών της η πηγή
και το κορμί της έγινε διαφανές αλάτι,
όταν τα πόδια της ριζώσανε στη γη.

Ποιος θα την κλάψει τάχα; Έχουν πληθύνει
οι απώλειες κι άλλοι νεκροί έχουν πρωτιά…
Κι όμως εγώ θυμάμαι τη γυναίκα εκείνη
που τη ζωή της έδωσε για μια ματιά.
24 Φεβρουαρίου 1924

~·~

ΡΕΚΒΙΕΜ
(Αποσπάσματα)

Όχι σε ξένους ουρανούς από κάτω
κι ούτε κρυμμένη στα ξένα φτερά.
Ζούσα με το λαό μου κοντά του
όταν παράδερνε στη συμφορά
1961
[…]

ΑΦΙΕΡΩΣΗ

Τα λυγίζει τα βουνά μια πίκρα τέτοια
κι ο μεγάλος δεν κυλάει ποταμός.
Δυνατά της φυλακής μας τα λουκέτα
και πιο πίσω του κελιού μας η κουκέτα
και ο θανάσιμος της νοσταλγίας καημός.
Για τους άλλους δροσερό φυσάει τ’ αγέρι
και το δείλι τούς χαϊδεύει τρυφερά.
Η δική μας η ψυχή σ’ αυτά τα μέρη
πώς στριγκλίζει η κλειδαριά μονάχα ξέρει
και το βήμα το βαρύ που ’χει η φρουρά.
Απ’ τον όρθρο μάς ξυπνούσανε και βάδην
στης πρωτεύουσας την άγρια ερημιά
σμίγαμε πιο ξέπνοες κι απ’ τον Άδη,
πιο θαμπές απ’ της ομίχλης το μαγνάδι,
μοναχά με την ελπίδα συντροφιά.
Καταδίκη… Κι είσαι απ’ όλους ξεκομμένη
και τα δάκρυα κυλάνε σα βροχή.
Η καρδιά σου απ ‘τη ζωή ξεριζωμένη,
λες την έχουν στο χαντάκι πεταγμένη,
Και πορεύεται… Σκοντάφτει… Μοναχή…
Πώς περνάτε, σκλαβωμένες φίλες, τώρα,
Αδελφές στο δίχρονό μου κολασμό;
Τι σας λέει της Σιβηρίας η άγρια μπόρα;
Τι θυμίζει το φεγγάρι αυτή την ώρα;
Το στερνό μου σας μηνάω χαιρετισμό.
Μάρτιος 1940
[…]

Την αυγή σε πήραν συνοδεία,
κλαίγαν στο σπίτι τα παιδιά.
Σ’ ακολούθαγα σα να πήγαινα σε κηδεία,
της Παναγιάς τσιρίζαν τα κεριά.
Τα χείλια σου σαν την εικόνα της παγωμένα.
Το θανάσιμο ιδρώτα δεν ξεχνώ.
Στο Κρεμλίνο θα με δούνε κι εμένα
σαν τις γυναίκες των Στρέλτσι να θρηνώ,
Μόσχα, 1935
[…]

Δεκάξι μήνες σε καλώ
στο σπίτι μας και τρέμω,
χάρη απ’ το δήμιο ζητώ,
γιε μου και σπαραγμέ μου.
Μπερδεύτηκα για πάντα, πια
δεν ξέρω ποιο ’ναι το θεριό,

ποιος έχει μέσα του ανθρωπιά,
τι τέλος φτάνει φοβερό…
Λουλούδια μες στον κουρνιαχτό
κι ήχος από το θυμιατό
κι αχνάρια για το πουθενά.
Κι ίσια στα μάτια με θεωρεί
το Μέγα Αστέρι που μπορεί
το τέλος μου να προμηνά.
1939
[…]

Χτυπιόταν η Μαγδαληνή για το θάνατο
κι ο λατρεμένος του πέτρωσε μαθητής.
Όμως εκεί που στεκόταν η μάνα του
δεν τόλμησε να κοιτάξει κανείς.
Φοντάνι Ντομ, 1940
[…]

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τα πρόσωπα έχω δει πως βαθουλώνουν
σαν ο τρόμος στα μάτια τους χωρά.
Και πώς τα κλινικά δελτία του πόνου
στην όψη καταγράφει η συμφορά.
Έχω δει να γίνονται χιονένια
τα μαλλιά τα μαύρα ή τα πυρά
κι αγέλαστα τα χείλη τα σκιαγμένα –
το γέλιο τους μόνο τον τρόμο μαρτυρά.
όμως για μένα δεν προσεύχομαι τη μόνη.
Ήταν πολλές με παρόμοια τύχη,
στου Γιούλη την κάψα, στου χειμώνα το χιόνι,
κάτω απ’ τα κόκκινα θεότυφλα τείχη.
[…]

~·~

ΜΠΟΡΙΣ ΛΕΟΝΙΝΤΟΒΙΤΣ ΠΑΣΤΕΡΝΑΚ

Δεν έχει η δόξα σημασία,
δε σε ψηλώνει η προβολή.
Για τα βραβεία και τ’ αρχεία
μη νοιάζεσαι τόσο πολύ.

Το πλέριο δόσιμο σκοπό σου
να ’χεις στην τέχνη. Είναι ντροπή
όταν χωρίς ν’ αξίζεις τόσο
γίνεσαι θρύλος και βουή.

Άσε τους κομπασμούς και στάσου,
έτσι που να ’ρθει μια στιγμή
να δεις τα σύμπαντα κοντά σου,
ν’ ακούσεις τ’ Αύριο τη φωνή.

Να βρεις τον τρόπο ν’ αναπλάσεις
τη μοίρα κι όχι το χαρτί,
κεφάλαια ολόκληρα και φράσεις
διαλέγοντας απ’ τη ζωή.

Και στην αφάνεια τυλιγμένος
από τον κόσμο να περνάς
σαν ένας κάμπος σκεπασμένος
από το γκρίζο της καταχνιάς.

Τ’ αχνάρια, τους δικούς σου δρόμους
κάποτε ο κόσμος θα διαβεί.
Εσύ μην ξεχωρίζεις όμως
τη νίκη από τη συντριβή.

Και μην υποχωρείς καθόλου,
μείνε στο είναι σου πιστός.
Και ζήσε, ζήσε – αυτό είναι όλο.
Ζήσε ως το τέλος ζωντανός.
1956

~·~

ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ

Η γη φτερά λευκά φορεί,
παντού χιονίζει.
Καίει στο τραπέζι ένα κερί
κι αχνά φωτίζει.

Σαν πεταλούδες μες στο φως
πετούν αντάμα
χιονονιφάδες συρφετός
χτυπούν τα τζάμια.

Φτιάχνει στο τζάμι η παγωνιά
σχέδια και παίζει.
Καίει το κερί σε μια γωνιά,
καίει στο τραπέζι.

Σκιές στην οροφή ψηλά
είναι απλωμένες.
Χέρια σμιχτά, πόδια σμιχτά,
μοίρες δεμένες.

Πέφτουν με θόρυβο κι ορμή
δυο γόβες κάτω,
στο ρούχο στάζει το κερί
τα δάκρυά του.
Και χάνονται όλα στο χιονιά,
στα γκρίζα θάμπη.
Καίει το κεράκι στη γωνιά
και θαμπολάμπει.

Η φλόγα τρέμει ηδονικά,
ο αχνός κορώνει,
φτερό τινάζει αγγελικά
και τα σταυρώνει.

Μήνας Φλεβάρης προχωρεί
μέσα στο χιόνι.
Κι ανάβει πάντα το κερί,
καίει και λιώνει.
1946

~·~

Αν ήξερα τι θα μου τύχει
σαν αρχινούσα το στρατί.
Σκοτώνουν κάποτε οι στίχοι
όταν με γαίμα έχουν γραφτεί.

Δε θα ’κανα ποτές αστεία
σε τέτοιο θέμα σοβαρό.
Φαινόταν εύκολη η θητεία
στης νιότης τον παλιό καιρό.

Το γήρας μοιάζει με τη Ρώμη.
Γι’ αυτήν τα λόγια είναι φθηνά.
Ζητάει θέαμα… Κι ακόμη
να σκοτωθείς στ’ αληθινά.

Όταν οι στίχοι γίνουν πόνοι,
στέλνουν το σκλάβο στη σκηνή…
Κι η τέχνη τότε πια τελειώνει,
αρχίζει η μοίρα κι η ζωή.
1932

~·~


ΣΥΜΕΩΝ ΙΣΑΑΚΟΒΙΤΣ ΚΙΡΣΑΝΟΦ

Θρόισε ο κήπος και μούσκεψε τα φύλλα η βροχή,
έγινε ο κόσμος Εδέμ πλασμένος απ’ την αρχή.

Πέφτει το φως απ’ τα νέφη στον καθρέφτη του λιβαδιού.
Έλατα βλέπω, σκαθάρια, την αστραπή του φιδιού.

Ω εσείς κλωστές κρυστάλλινες, βροχή μανιταριού,
δώσε στα δέντρα, στους θάμνους τη χαρά του νερού.

Χάρισέ τους τα φώτα, το ρεύμα μυριάδων κεριών.
Φτάσε ως τη γη και τη ρίζα τη βαθιά των καιρών.

Κοίταξε εντός μου, ηλιαχτίδα, και δείξε μου πώς
της ψυχής μου θα φύγει το σκότος κι η σκόνη κι ο ρύπος.

Παύει η βροχή και χάνεται στο δάσος ο κεραυνός.
Τρέχουν στα τζάμια τα δάκρυα του σπιτιού σαν κρουνός.
1962

~·~

ΚΑΡΟΥΣΕΛ

Τρελά καλπάζω κυκλικά, καβάλα στο βαμμένο κέλητα.
Πλέει στη μουσική η βραδιά και στα βεγγαλικά τ’ αστερογέννητα.

«Τσίστι Προυντί», Χριστούγεννα κι έλατα φωτοχείμαρροι,
οι κέλητες καλπάζουνε περήφανοι κι ανήμεροι.

Άλογό μου φλογάτο, με γαλάζια σημάδια και χαίτη ορόσημο,
με δερμάτινη σέλα κι ασημιά χαλινάρια που θυμίζουν οικόσημο.

Αχ, πώς θα ’θελα αντάμα να καλπάσουμε πάλι και σήμερα,
στην αγνή, χτεσινή και γοργή και καθάρια μας χίμαιρα.

Ό,τι πέρασε τελείωσε. Κι ωστόσο ρωτιέμαι: τάχατες
υπάρχει εκείνο τ’ άλογο – του παιδικού μου χτες;

Υπάρχει λέω – και στην ψυχή βαθιά βρίσκω τον κέλητα…
Όμως για πού με τρέχει αυτός, σε ποια βάραθρα ατέλειωτα;
1960

~·~


ΓΙΑΡΟΣΛΑΒ ΒΑΣΙΛΙΕΒΙΤΣ ΣΜΕΛΙΑΚΟΦ

Αν αρρωστήσω,
δε θα πάω στο γιατρό.
Θα παρακαλέσω μόνο τους φίλους
(δε θα ’ναι παραλήρημα):
Στρώστε μου τη στέπα για κρεβάτι,
κρεμάστε την κουρτίνα της ομίχλης στο παράθυρο,
βάλτε στο μαξιλάρι μου την Πούλια.

Ορμούσα πάντα μέσα σ’ όλα.
Δεν έκανα τον «μη μου άπτου».
Αν με λαβώσουν στη δίκαιη μάχη,
θέλω να μου επιδέσουν το κεφάλι
με λωρίδες από βουνίσια μονοπάτια.
Να με σκεπάσουν μ’ ένα πάπλωμα
από φθινοπωρινά φύλλα.

Όχι σταγόνες και χάπια.
Θέλω να γεμίσουν το ποτήρι μου
μ’ ηλιαχτίδες,
με τον καυτό άνεμο της ερήμου
και τ’ ασήμι του καταρράκτη.
Αυτά μάλιστα – μπορούν να σε γιατρέψουν.
Απ’ τα βουνά και τις θάλασσες
φυσάει αιωνιότητα –
και τότε καταλαβαίνεις
ότι ζούμε παντοτινά.

Ο δρόμος μου δεν είναι σπαρμένος μ’ επιδέσμους
αλλά με σύννεφα.
Δε θα φύγω απ’ τους διαδρόμους του νοσοκομείου
αλλά απ’ τη διάβαση του Γαλαξία.
1940

~·~

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΤΡΙΦΟΝΟΒΙΤΣ ΤΒΑΡΝΤΟΦΣΚΙ

Στις προσβολές, στις αδικίες, στα βάσανά σου,
συμπαραστάτες μη ζητάς εσύ.
Ζήσε όπως έμαθες, στητός κι άγρυπνος στάσου
δίχως εκπτώσεις κι «όμφακες εισίν».

Απ’ τη δική σου μην ξεφεύγεις στράτα,
να μένεις ίδιος στις ενάντιες εποχές,
τη μοίρα σου να την ορίζεις όπως θες…
Μ’ αυτή τη μοίρα του πλησίον τη μοίρα κράτα,

με την ψυχή σου ζέστανε κι άλλες ψυχές.
1968

~·~    

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝ ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ ΣΙΜΟΝΟΦ

Περίμενέ με και θα ’ρθώ.
Αλλά περίμενε πολύ,
όταν στης θλίψης το βυθό
σε ρίχνει η κίτρινη βροχή.
Καρτέρα με στην παγωνιά
είτε σε κάψα πνιγερή,
όταν μονάχα η λησμονιά
για κάποιους άλλους καρτερεί.
Περίμενέ με όταν καιρό
δε σου ’γραφα από κει,
όταν το βρίσκουν ανιαρό
να καρτεράς πολύ.

Περίμενέ με και θα ’ρθώ,
μην έχεις έλεος κι ανθρωπιά
σ’ όσους σφυρίζουν σα σκοπό
το «ξέχασέ τον πια”.
Ας με λένε πια νεκρό
μάνα και παιδί,
ας με κλαίνε ένα σωρό
φίλοι γκαρδιακοί
πίνοντας κρασί
πλάι στη φωτιά…
Μη βιαστείς να πιεις κι εσύ
για παρηγοριά.

Περίμενέ με και θα ’ρθώ.
Κι ας είναι χάρος ο καιρός…
Πολλοί σα θα με δουν ορθό
θα πουν πως ήμουν «τυχερός».
Αυτοί δεν πρόσμεναν πιστά,
δεν ξέρουν μιαν αλήθεια απλή:
Βγήκα γερός απ’ τη φωτιά
γιατί με πρόσμενες πολύ.
Πως ξέφυγα της συμφοράς
το ξέρουμε μονάχα εμείς.
Μπόρεσες να με καρτεράς
όσο δεν μπόρεσε κανείς.
1941

~·~

ΓΙΟΥΡΙ ΓΚΕΟΡΓΚΙΕΒΙΤΣ ΡΑΖΟΥΜΟΦΣΚΙ

ΜΟΝΑΞΙΑ

Στη δουλειά θα ριχτώ δίχως άγχος –
σιωπή και τσιγάρου μυρωδιά…
Τη χαρά να μένεις μονάχος
δεν την ξέρουν τα νέα παιδιά.

Την αστρόφωτη ο Πήγασος βάρδια
κάνει αβίαστα χωρίς βουρδουλιές.
Τα τετράστιχα μοιάζουν σημάδια
από τέσσερις σβέλτες οπές.

Τι μεγάλο κι ωραίο προνόμιο
με το στίχο να φωτίζεις το στρατί.
Η μοναξιά δεν είναι το κώνειο,
είναι το νέκταρ του ποιητή.

Μέχρις ότου το σύνορο περάσει
και φανεί το τίμημα βαρύ…
Των συγγενών αραιώνουν τα δάση
και των φίλων η φυλλωσιά φυλλορροεί…

Κι ως να δεις, ερήμωσε το σπίτι:
ούτε γιος ούτε γυναίκα ούτε μιλιά.
Τίποτα δεν έχω στην πλανήτη
έξω απ’ της σιωπής την αγκαλιά.

Και στο εαυτό μου λέω: Κρατήσου!
Με τ’ αφόρητο χτυπιέμαι ριζικό.
Αχ, πώς στάθηκε σκληρή η ζωή μαζί σου,
τι παιχνίδι σου ’παιξε κακό!

Κι είναι οδυνηρή λαβή πλοκάμου
στην καρδιά μου η θλίψη η δυνατή.
Κάθε μέρα κυνηγάω τη σκιά μου,
κάθε νύχτα κυνηγιέμαι εγώ απ’ αυτή.

Είναι η σιωπή πέλαγος άγχους,
το τηλέφωνο σιωπά όλη τη βραδιά.
Το μαρτύριο να μένεις μονάχος
δεν το ξέρουν τα νέα παιδιά.

~·~

ΓΕΒΓΚΕΝΙ ΑΛΕΞΑΝΤΡΟΒΙΤΣ ΓΕΦΤΟΥΣΕΝΚΟ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ
Στη Μάσα

Την ευτυχία για να βρω κάνω προσπάθεια
στερνή – στα μάκρη, στις παλίρροιες, στα βαθιά.
Και σε λευκά ανθοπέταλα απαλά,
στην καρπερή κι ευωδιαστή κουφοξυλιά.

Στην ευτυχία το στερνό μου κάνω τάμα,
λες με το φάντασμά μου στέκω αντάμα,
που πάει να πέσει στον γκρεμό τον τρομερό,
κει που τσακίστηκε η ζωή μου από καιρό.

Εκεί στα κόκαλά μου μέσα στα σπασμένα
ένα τζιτζίκι ξεκουράζεται συχνά
και τα μερμήγκια πάνε κι έρχονται ολοένα
στα χτεσινά μου μάτια τ’ αδειανά.

Είμαι ψυχή! Το σώμα το ’χω χάσει
κι απ’ των οστών μου γλίτωσα την παγανιά.
Όμως βαριέμαι να ’μαι φάντασμα στην πλάση
και να ριχτώ θέλω και πάλι στα γκρεμνά.

Το ερωτευμένο φάντασμα είναι ακόμα
πιο φοβερό απ’ το λείψανο. Κι ωστόσο
δεν τρόμαξες, κατάλαβες… κι έπεσε το ’να σώμα
μαζί με τ’ άλλα μες στην άβυσσο…
Όμως ανοίγοντας στην καταχνιά λευκά φτερά,
πάνω απ’ το χάος ζυγιστήκαμε λαφρά.

Όχι, δεν είμαστε σ’ ένα κρεββάτι μόνοι,
αλλά στην καταχνιά που μόλις μας σηκώνει.
Εγώ ’μαι φάντασμα. Και δε φοβάμαι τη θανή.
Για σένα τρέμω που ’σαι ζωντανή.

Ο κόρακας από ψηλά μαυροντυμένος
το θάνατο μες στην αρένα προμηνά…
Στερνή προσπάθεια να νιώσω ευτυχισμένος!
Στερνή φορά για ν’ αγαπήσω αληθινά.
Πετροζαβόντσκ, 1986

~·~

ΝΤΜΙΤΡΙ ΜΙΖΓΚΟΥΛΙΝ

(Άγγελος εωθινός, Καστανιώτης, Αθήνα 20162)

Σε χρόνους άγριας αλλαγής
μάταια μη ζητάς γαλήνη.
Μέσα στης μοίρας το μπουρίνι,
μην κάνεις βήμα υποταγής.

Σε χρόνους άγριας αλλαγής
μακριά απ’ τον κόσμο εσύ κρατήσου.
Μην παίρνεις δουλικά από πίσω
τα ψεύτικα είδωλα της γης.

Σε χρόνους άγριας αλλαγής
τη φύση πιο συχνά θυμήσου.
Με τον καιρό σύμφωνα ντύσου,
ακόμα και σαν αθλητής.

Σε χρόνους άγριας αλλαγής
για τα σπουδαία να ’χεις έγνοια.
Παντζούρια φτιάξε σιδερένια
κι αντάρες μη δημιουργείς.

Σε χρόνους άγριας αλλαγής
ήρεμα ζήσε τη ζωή σου.
Και μη φοβάσαι! Προσευχήσου!
Δίχως προβλήματα φυγής.

Στη νέα ζώντας εποχή
μην κάνεις τη δουλειά μαρτύριο.
Χρέος μοναδικό και κύριο
ας είναι πάντοτε η ψυχή.

~·~

Κρατάει πολύ ο καιρός της κρίσης!
Μας ξέχασε ο Θεός ξανά;
Βλέπεις τα ίδια όπου γυρίσεις,
τα χιόνια, η λίμνη, η θημωνιά…

Κρώζει πετώντας το κοπάδι
στου κήπου τη φεγγοβολιά.
Κι είναι τόσο βουβό το βράδυ
όπως τα χρόνια τα παλιά.

Τράβα της Ιστορίας το νήμα,
ζακόνια κοίταξε του χτες,
της αλλαγής θα βρεις το νόημα
μες στις πληγές τις ανοιχτές,

λέγοντας σα δικαιοκρίτης:
«Δε βλέπαν τόσο καθαρά».
Μιλάς σα βλάκας ή προφήτης;
Καμιά δεν έχει διαφορά…

~·~

Δαρμένοι απ’ την παγκόσμια πλημμύρα
όνειρα κάναμε τρανταχτά.
Μιαν ευρωπαϊκή ποθώντας μοίρα
με στόματα χαζεύαμε ανοιχτά.

Δεν έγινε όμως το τσιμπούσι,
τα ’φερε αλλιώς η εποχή:
οι πλούσιοι γίνανε πιο πλούσιοι
και πιο φτωχότεροι οι φτωχοί.

Αλήθεψε μες στην πορεία
η πείρα η λαϊκή του χτες:
ισότητα κι ελευθερία
έννοιες μοιάζουνε φτιαχτές.

Τάχα για μας τους μυγοχάφτες
οι Γάλλοι να μοιρολογάν;
Σε κάποιες άλλες τώρα στράτες
τραβάει το κάρο μας αργά.

Διώξε της θλίψης το σκοτάδι,
τους φταίχτες μη χτυπάς σκληρά.
Δε θ’ αφήσει ο θεός το κοπάδι
αφύλακτο στη συμφορά.

~·~

Το θέμα για την πρόοδο δεν έχει απόψε βάση.
Απ ‘του μεσονυκτίου τη ζώνη μακριά
ο καπνός της σόμπας τρέχει στα δάση
κι η καταχνιά στον κάμπο σέρνεται βαριά.

τι μοίρα κι αυτή τ’ ανθρώπινου γένους –
νιώθοντας τις νοσταλγίες περιττές,
δίχως θλίψη για χρόνους περασμένους,
τις μνήμες κουρελιάζεις του χτες.

Ποιοι είμαστε, τι θέλουμε επιτέλους;
Όλοι τρέχουμε κι όλο τρέχουμε στο πουθενά.
Κάποιο θαύμα προσμένοντας κι έλεος
δίχως μάχη παραδίνουμε τα στενά.

Μια ζωή για τα λεφτά και το καμάρι.
Άδικα το ρολόι κοιτάς. Σιγεί!
Έχει ποτίσει τ’ αψηλό χορτάρι
με σταγόνες σμαραγδένιες τη γη.

~·~

Της ζωής απλό το νόημα:
το αιώνιο είναι στιγμή.
Απ’ το λίκνο ως το μνήμα,
σα λεωφορείου γραμμή.

όντα, μοίρα, χρόνος – όμοια!
Της ζωής ένας σωρός.
Σχολειά, δουλειές, νοσοκομεία…
και να, του τάφου ήρθε ο καιρός.

Σ’ όλους η χαρά της ζήσης
μια φορά έχει χαριστεί.
Εδώ θα πρέπει να ρωτήσεις
το σοφό εκκλησιαστή.

Όταν έρθει ο γερο-χάρος
γίνεται ο λογαριασμός.
Είναι μάταιο το θάρρος,
ματαιότης ο σωσμός.

Τ’ αστέρια σβήνουν ολογύρα
κι έχει γίνει η γη στενή.
Δεν είναι αργά! Χτύπα τη θύρα,
θα την ανοίξουν οι ουρανοί.

~·~


*Δημοσιευμένο στο ηλεκτρονικό Νέο Πλανόδιον, στις 12-3-23, εδώ όμως επαυξημένη αυτή η ανθολόγηση με επιπλέον ποιήματα.

Γιάννης Ρίτσος, Στο μπουζουξίδικο του Θύμιου*

«Νέα Ρεμπέτικη Κομπανία», κι όλοι τους νέοι, με νέες ρεμπέτικες γάργαρες φωνές, όχι βραχνάδες και φλέματα στο λαρύγγι, παθιασμένα αχ, Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Παπάζογλου, Μπάτης, Μοσχονάς, Μπαγιαντέρας, Καλδάρας, σεβντάδες και μεράκια, ξενιτιές κι αγάπες και χωρισμοί και νυχτέρια και φυλακές, το κερί στο παραθύρι, η μάνα, η θάλασσα, ο μπατίρης, ο διωγμένος, ο κυνηγημένος, ένα φτωχό μπογαλάκι στη γωνιά της κάμαρας, μισό τσιγάρο, το πλεούμενο, η φωτιά, η φουρτούνα, ο νυχτοφύλακας, συννεφιασμένη Κυριακή, Δευτέρα της φάμπρικας, Σαββατόβραδα της ρετσίνας, ένα τραπέζι στα δόντια του αντρειωμένου, ο φαροφύλακας, ο γυρολόγος, η φασουλάδα, ο αδειούχος φαντάρος, ο ναύτης με το κατάρτι του, καπνοί, φουγάρα, νησιά στο φεγγαρόφωτο, βίντζια, φορτοεκφορτωτές, το ρολόι του Πειραιά, φύκια στο λαιμό της πνιγμένης, η ομορφονιά της λατέρνας, πολέμοι και πολέμοι, σκοτωμένοι μαύροι, μπορντέλα στα λιμάνια, κόκκινα φαναράκια, υπαίθριοι σινεμάδες με κριτς κριτς πασατέμπο, στραγάλια, μπαμ οι γκαζόζες, καβαλάρηδες στο πανί, μπιστολίδι, κι η βροχούλα στα τζάμια, Παρασκευή απογευματάκι, βρεγμένα σπουργίτια στο μπαλκόνι κι οι καμπανοκρουσίες του εσπερινού, βγήκε συναχωμένος ο αποσπερίτης πάνου απ’ τα καραούλια της Μονοβασιάς, πολιορκίες, εφάγασιν και ποντικούς, τρύπιες αρβύλες, όλα τα παίρνει απάνου του τώρα το κλαρίνο, πανηγύρι του Αι-Δημήτρη, κόκκινες βελέντζες απλωμένες στα θάμνα, κατσίκες, αγελάδες, άλογα, πανέρια, το ποτάμι, ωπ, ωπ, ο τσάμικος, γεια σου κλεφτουριά –ποιος σκύβει το κεφάλι;– μπαίνει με τ’ άλογό του στο χορό μπροστάρης ο Αι-Δημήτρης, να μου θυμηθείς, μην το ξεχάσεις, τούτη η σεμνότη του Ρωμιού η μεγαλοδύναμη, άκου, άκου, χασάπικα, ζεϊμπέκικα, ένας τσάμικος, όρθιοι, τινάζεται κι ο Γιώτης, γεια σου, πήδο τον πήδο, θα φτάσει το ταβάνι, και να σου πάλι τσιφτετέλια, κορίτσια κι αγόρια κουνάνε την κοιλιά τους, τους γοφούς, τα στήθια, η δικιά μας παρέα βλέπει, κάτι κουνιέται και σε μας, ανάμεσα στα σκέλια, του μπουζουξή τα δόντια λάμπουν πιότερο, κοπέλες ανθοπώλισσες στριμώχνονται ανάμεσα στους χορευτές και στα τραπέζια, μες στα πανέρια τους όχι τριαντάφυλλα και μαργαρίτες αλλά γαρδένιες και καμέλιες, πέφτουν βροχή στις τραγουδίστρες, πιο πολλές στο πρώτο μπουζούκι (αχ, πού ’ν’ τα γιασεμιά, καημένη μου κυρα-Σμαράγδω; πού; Κατακαημένη Σμύρνη), για λίγο σταματάει η μουσική μες στα χειροκροτήματα, σκουπίζουν τα γκαρσόνια απ’ την πλακόστρωτη πίστα σπασμένα πιάτα, ποτήρια, πατημένα λουλούδια, και να πάλι, ένα ζεϊμπέκικο, Χριστέ μου, τι παλμός και τι ρυθμός, 9/8 (όχι τα 9/8 της κλασικής μουσικής μοιρασμένα ανά τρία σε τρία κανονικά μέτρα κάτι σαν βαλς με τριολέ), τα ρωμέικα 9/8 μοιρασμένα ανά δύο ― 2, 4, 6, 8, και το 9 μόνο του, θέση χωρίς άρση, να πέφτει δίχως εκπνοή στην αμέσως επόμενη θέση σα να λέμε δυο εισπνοές μαζί (όπως και στους νησιώτικους χορούς 5/8 που σαν ν’ αντιστοιχούν κάπως στην αρχαία ελληνική προσωδία, στον αδώνειο στίχο ― τέταρτο στίχο της ψαπφικής στροφής) και να σου που τινάζεται ήσυχος, χαμηλοβλέφαρος, ασίκης, μόνος, ολομόναχος, (κανένας άλλος δεν τολμάει να σηκωθεί μπροστά στον α ν υ π έ ρ β λ η τ ο), μονάχος, μαύρο παντελόνι, μαύρο παπούτσι τακουνάτο, άσπρο πουκάμισο ανοιχτό στο δασύτριχο στήθος, χρυσό σταυρουλάκι στο λαιμό, μέση δαχτυλίδι, σφιχτός ο κώλος αψηλά, αργόπρεπα τα πρώτα βήματα, τελετουργία, ο πλατυφτέρουγος αιτός χαμοπετάει, στο ένατο όγδοο κόβεται η μια φτερούγα, λυγάει το γόνατο, θα πέσει, πήδημα, στροφή, πατάει, πετάει πιο πάνου, τα χέρια του γωνιές στον αγκώνα, στράκες τα δάχτυλα στον αέρα, πήδημα πάλι στο ένατο, στρουφίζεται γύρω απ’ τον εαυτό του μόνος, μια στα ψηλά, μια κάτου, και το βλέφαρό του κάτου μην ξεχάσει, κανείς δεν είναι πεθαμένος, μην την πεις την ελεγεία, κάνε πως δεν ξέρεις, το δεξί χέρι απλώνεται οριζόντια και το ζερβί του να χουφτώνει κάθε τόσο εκεί στα σκέλια το φούσκωμα «εδώ είμαι, εδώ ’ναι ο κόσμος» και πάλι εκεί στο ζερβί χέρι του μη και του φύγει πάνου στην τριπλή στροφή μαζί κι ο πούτσος και τ’ αρχίδια του, παρθένα γύμνια μαντική που μυστικά λαλεί τα μυστικά του κόσμου, κι αν δεν πιστεύεις σώπαινε και κοίτα, κάν’ την προσευχή σου, μες στα δάση αρκούδες και θηλάζουν των θεών τα βρέφη, χρυσό υδρομέλι, χύνει το φεγγάρι, πίνουν ελάφια και τσακάλια, ένα παπούτσι πλέει στο ποτάμι, Κνωσός, Μυκήνες, Θήβα, Μονοβάσια αλλάζουν θέσεις, μια κουκουβάγια πιάνεται απ’ του λιονταριού τη χαίτη, βγαίνει ο Απόλλωνας στη βίγλα του Μυστρά κι η θεια-Καλή τού φέρνει ένα καρβέλι κριθαρένιο, μπορεί και να ’ναι ο Διγενής στα μαρμαρένια αλώνια, «κόκκαλο, πέτρα, σίδερο, ουρανός», αμίλητες φωνάζουν οι Μαντατοφόρες, να τον που γονατίζει μια με το ’να γόνατο και μια με τ’ άλλο, και πετιέται και στριφογυρίζει ολόγυρα στον άφαντο βωμό που μοναχά η αιωνιότητα τον ξέρει ώς τα 9/8, ώς το 9 του 3Χ3, στρόβιλος, δυνατό φτερό, δεν κόπηκε, διπλώθηκε πλάι στο πλευρό για να λοξέψει λίγο το κορμί κι ύστερα πιο κοφτά ν’ ανηφορίσει, δόξα, δόξα στη ζωή, δόξα στο ανθρώπινο σώμα, προσευχήσου, το μέτωπό σου χαμηλά χαμηλά ν’ αγγίξει το χώμα για τούτη δω την ψηλομέτωπη δόξα, κι είναι ένα πέτρινο άλογο στο αέτωμα, κι ένα άλογο στο θερισμένο αγρό στο φεγγαρόφωτο, κι είναι στο ερημωμένο πανδοχείο ανάμεσα Λεβέτσοβα και Σπάρτη, στο γυμνό σανιδένιο τραπέζι ένα πιάτο παντζάρια μπροστά στον γδαρμένο καθρέφτη των καροτσέρηδων, αχ, αχ,
Άντε του καημένου του Μποχό οό ορή,
Άντε του καημένου του Μποχό οό ορή,
Άντε του τη σκάσαν στο βαπό οό ορί,
Άντε και του πήραν χίλια τό οό οσά
Άντε όλο τάλαρά και γρό οό οσά
Άντε και μας φέραν χίλια τόσα, άντε όλο τάλαρα και γρόσα, τέλειωσε ο χορός κι η μουσική, σιωπή, ούτε χειροκρότημα ούτε σπάσιμο πιάτων, θάμπος, κατάνυξη, ευλάβεια, ο χορευτής απλά, σα να ’ταν πάλι μόνος, πηγαίνει με αργά βήματα στη θέση του, στο βάθος, σ’ ένα τραπέζι όπου περιμένει η παρέα του, τρεις άντρες, καμιά γυναίκα, μόνο μια στιγμή, πριν κάτσει στην καρέκλα του, πιάνει με το ζερβί του χέρι το σταυρουλάκι που έχει βγει απ’ το πουκάμισό του και το σπρώχνει στο στήθος του, φοράει το σακάκι του, περασμένο στη ράχη της καρέκλας, παίρνει το ποτήρι του, πίνει χωρίς να τσουγκρίσει με τους φίλους του· ένα λιγνό κορίτσι ανθοπώλισσα πλησιάζει, αφήνει το πανέρι της με τις γαρδένιες στο τραπέζι του χωρίς να πει λέξη, φεύγει, ο χορευτής περνάει μια γαρδένια στ’ αυτί του, ξαναπίνει, κι ένα σκυλί (πού βρέθηκε;) σηκώνει το μακρύ μουσούδι του και τον κοιτάζει, τον κοιτάζει, το εκκλησίασμα σκόλασε, σηκωνόμαστε, φεύγουμε, αδειάζει η εκκλησία, μένουν τα δισκοπότηρα άδεια, σηκώνω μια γαρδένια πατημένη απ’ τα πλακάκια, σαν ένα λουλούδι που ’πεσε απ’ την περιφορά του Επιταφίου, το μυρίζω, εχ, εχ, λεβεντομάνα Ρωμιοσύνη που γεννάς θεούς, αγγέλους, γύμνιες αγαλμάτων, δόξες, ραπανάκια, σπάθες, λύρες και Διθυράμβους Ρόδων.
Άντε και μας φέραν χίλια τόσα, άντε όλο τάλαρα και γρόσα, τέλειωσε ο χορός κι η μουσική, σιωπή, ούτε χειροκρότημα ούτε σπάσιμο πιάτων, θάμπος, κατάνυξη, ευλάβεια, ο χορευτής απλά, σα να ’ταν πάλι μόνος, πηγαίνει με αργά βήματα στη θέση του, στο βάθος, σ’ ένα τραπέζι όπου περιμένει η παρέα του, τρεις άντρες, καμιά γυναίκα, μόνο μια στιγμή, πριν κάτσει στην καρέκλα του, πιάνει με το ζερβί του χέρι το σταυρουλάκι που έχει βγει απ’ το πουκάμισό του και το σπρώχνει στο στήθος του, φοράει το σακάκι του, περασμένο στη ράχη της καρέκλας, παίρνει το ποτήρι του, πίνει χωρίς να τσουγκρίσει με τους φίλους του· ένα λιγνό κορίτσι ανθοπώλισσα πλησιάζει, αφήνει το πανέρι της με τις γαρδένιες στο τραπέζι του χωρίς να πει λέξη, φεύγει, ο χορευτής περνάει μια γαρδένια στ’ αυτί του, ξαναπίνει, κι ένα σκυλί (πού βρέθηκε;) σηκώνει το μακρύ μουσούδι του και τον κοιτάζει, τον κοιτάζει, το εκκλησίασμα σκόλασε, σηκωνόμαστε, φεύγουμε, αδειάζει η εκκλησία, μένουν τα δισκοπότηρα άδεια, σηκώνω μια γαρδένια πατημένη απ’ τα πλακάκια, σαν ένα λουλούδι που ’πεσε απ’ την περιφορά του Επιταφίου, το μυρίζω, εχ, εχ, λεβεντομάνα Ρωμιοσύνη που γεννάς θεούς, αγγέλους, γύμνιες αγαλμάτων, δόξες, ραπανάκια, σπάθες, λύρες και Διθυράμβους Ρόδων.
ΑΘΗΝΑ, 16-17. 1. 84

(από το διήγημα «Στο μπουζουξίδικο του Θύμιου», Ίσως να ’ναι κι έτσι, Αθήνα 1985 Κέδρος.) 

~·~

Σύντομα επιλογικά τινα

Ο Ρίτσος εξέδωσε το Ίσως να ’ναι κι έτσι ως το τέταρτο εξομολογητικό πεζογράφημα (από τα συνολικά εννέα που είχε γράψει), προσπαθώντας να ιστορήσει μια ψυχική τοιχογραφία συναπαρτισμένη από παραμελημένες και παραθεωρημένες συλλογικές μα και βαθύτατα προσωπικές στιγμές, με διάσπαρτα στοιχεία και σπαράγματα αυτοβιογραφικής κατάθεσης, την οποία κι ενδεικτικά ονομάτισε «Εικονοστάσιο των ανωνύμων αγίων». Μιλούσε για πράγματα δηλαδή εκεί μέσα που η αριστερή του στράτευση επί χρόνια του επέβαλε να βάζει στην άκρη και να χώνει παράμερα, να αυτολογοκρίνει και να φιμώνει το δημόσιο ξεστόμισμά τους, παρότι είχαν χαραχτεί αξεδιάλυτα στην ψυχή και το σώμα, τόσο το δικό του όσο κι αρκετών της γενιάς του. Είναι ενδιαφέρον πως ο Ρίτσος όλα εκείνα τα γραπτά τα είχε στο συρτάρι του για δεκαετίες, μέχρι τη στιγμή που πήραν την οδό της δημοσίευσης.
Η έκδοση προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην αριστερά και η συζήτηση κι η υποδοχή τού κειμένου περιστράφηκε κυρίως –αν όχι αποκλειστικά– γύρω από την εμφανή και διάχυτη παρουσία της σεξουαλικότητας, μα και μιας ομοφυλοφιλικής ερωτικής έκφρασης που ευδιάκριτα στίζει ορισμένα από τα πεζά αφηγήματα στο συγκεκριμένο έργο του ποιητή.
Ο ίδιος, έχοντας ήδη υποψιαστεί τις επερχόμενες αντιδράσεις, έγραφε, οιονεί προ-απολογούμενος, στο τελευταίο διήγημα της συλλογής:
«[…] άστε με το λοιπόν να μιλήσω όπως μου ’ρχεται για πράματα που δεν τα γράφει ποτέ καμιά Ιστορία, πράματα σιωπηλά, βαθιά, αμελημένα, αθώα, περιπαιχτικά, σημαδιακά, ερωτικά, παιδιάστικα, πονηρούτσικα, παμπόνηρα, βουλιαγμένα σαν Ατλαντίδες, τοιχογραφίες της Θήρας, παράξενα “πράματα” που μιλάνε για όλα, για όλους, για πάντα, όπως ένα παπούτσι μονάχο στο ποτάμι, ένα κέρατο βοδιού σ’ ένα σπασμένο κιονόκρανο, ένα πιάτο παντζάρια στο έρημο πανδοχείο, το κέρας του κυνηγού στο φαράγγι, μια άδεια καπότα στο χορτάρι του Δημοτικού Κήπου, ο καθρέφτης του ασανσέρ μ’ ένα τριαντάφυλλο, ο Ορέστης χωρίς τον Πυλάδη μέσα στο μισοφώτιστο ναυτικό μπαρ χτυπώντας τα πλήκτρα του πιάνου με το ’να του δάχτυλο, οι δυο Άγγελοι που μπαίνουν στο μπαρμπέρικο του Μεταξουργείου ναν τους κουρέψουν λίγο τα φτερά τους που παραμεγαλώσανε κι ο μπαρμπέρης τα χάνει και του πέφτει το μεγάλο κύπελλο με τη σαπουνάδα και πιτσιλιέται ο χρυσοβαμμένος μυγοφτυσμένος καθρέφτης κι οι δυο Άγγελοι που κοιτιούνται στον καθρέφτη βλέπουν το πρόσωπό τους διάστικτο με αφρούς σα να χιονίζει, και πράγματι χιονίζει στο Σανατόριο της Πάρνηθος κι απλώνεται παντού μια ευλογημένη ασπράδα, μια ζεστή όμως ασπράδα, ως πέρα πέρα, μια συγγνώμη τόσο διάφανη που βλέπεις απ’ την άλλη της μεριά τα τέσσερα πλοία που φεύγουν και μένει μόνη μια βαλίτσα στην προκυμαία κι ο τελωνοφύλακας κοιτάει τ’ αντικρινό μπαλκόνι – πράγματα ασήμαντα δικά σου, δικά μας, ναι, ασήμαντα που ωστόσο σε βεβαιώνουν τρυφερά πως υπήρχες, υ π ά ρ χ ε ι ς, θ α  υ π ά ρ χ ε ι ς κι είσαι όμορφος κι αγαπημένος κι όλα είναι όμορφα κι αγαπημένα κι είναι κατορθωτό το ακατόρθωτο, τόσο που ξύνεις το κεφάλι σου και κλαις σα βλάκας, γιατί είμαι βλάκας βρε Πέτρο και σ’ αγαπάω για όλα […]» («Θύμησες, πράγματα, λόγια»).
Ο ίδιος, έχοντας ήδη υποψιαστεί τις επερχόμενες αντιδράσεις, έγραφε, οιονεί προ-απολογούμενος, στο τελευταίο διήγημα της συλλογής: «[…] άστε με το λοιπόν να μιλήσω όπως μου ’ρχεται για πράματα που δεν τα γράφει ποτέ καμιά Ιστορία, πράματα σιωπηλά, βαθιά, αμελημένα, αθώα, περιπαιχτικά, σημαδιακά, ερωτικά, παιδιάστικα, πονηρούτσικα, παμπόνηρα, βουλιαγμένα σαν Ατλαντίδες, τοιχογραφίες της Θήρας, παράξενα “πράματα” που μιλάνε για όλα, για όλους, για πάντα, όπως ένα παπούτσι μονάχο στο ποτάμι, ένα κέρατο βοδιού σ’ ένα σπασμένο κιονόκρανο, ένα πιάτο παντζάρια στο έρημο πανδοχείο, το κέρας του κυνηγού στο φαράγγι, μια άδεια καπότα στο χορτάρι του Δημοτικού Κήπου, ο καθρέφτης του ασανσέρ μ’ ένα τριαντάφυλλο, ο Ορέστης χωρίς τον Πυλάδη μέσα στο μισοφώτιστο ναυτικό μπαρ χτυπώντας τα πλήκτρα του πιάνου με το ’να του δάχτυλο, οι δυο Άγγελοι που μπαίνουν στο μπαρμπέρικο του Μεταξουργείου ναν τους κουρέψουν λίγο τα φτερά τους που παραμεγαλώσανε κι ο μπαρμπέρης τα χάνει και του πέφτει το μεγάλο κύπελλο με τη σαπουνάδα και πιτσιλιέται ο χρυσοβαμμένος μυγοφτυσμένος καθρέφτης κι οι δυο Άγγελοι που κοιτιούνται στον καθρέφτη βλέπουν το πρόσωπό τους διάστικτο με αφρούς σα να χιονίζει, και πράγματι χιονίζει στο Σανατόριο της Πάρνηθος κι απλώνεται παντού μια ευλογημένη ασπράδα, μια ζεστή όμως ασπράδα, ως πέρα πέρα, μια συγγνώμη τόσο διάφανη που βλέπεις απ’ την άλλη της μεριά τα τέσσερα πλοία που φεύγουν και μένει μόνη μια βαλίτσα στην προκυμαία κι ο τελωνοφύλακας κοιτάει τ’ αντικρινό μπαλκόνι – πράγματα ασήμαντα δικά σου, δικά μας, ναι, ασήμαντα που ωστόσο σε βεβαιώνουν τρυφερά πως υπήρχες, υ π ά ρ χ ε ι ς, θ α  υ π ά ρ χ ε ι ς κι είσαι όμορφος κι αγαπημένος κι όλα είναι όμορφα κι αγαπημένα κι είναι κατορθωτό το ακατόρθωτο, τόσο που ξύνεις το κεφάλι σου και κλαις σα βλάκας, γιατί είμαι βλάκας βρε Πέτρο και σ’ αγαπάω για όλα […]» («Θύμησες, πράγματα, λόγια»).
Από αυτόν τον τόμο ξεδιάλεξα την παραπάνω αφήγηση που περιστρέφεται γύρω από ένα ζεϊμπέκικο χορό και την τελετουργία του, που σήμερα, μόλις σαράντα χρόνια μετά, μοιάζει τόσο αλλόκοτος και μακρινός, σχεδόν μυθικός, γέννημα της φαντασίας. Στους γύρους του χορευτή σ’ αυτόν τον ζεϊμπέκικο στροβιλίζονται και χορεύουν μνήμες ζωής αλλοτινής, εμπειρίες κοινές, συνυπαρκτικές, κινήσεις και χειρονομίες απλές και μυστικές, τελετουργίες ανέκφραστες, σιωπές εύγλωττες, θραύσματα και θρύψαλα από ένα ενιαίο κάποτε μωσαϊκό ζωής, που έχει πια φθαρεί αμετάκλητα κι έχει παραμεριστεί απολησμονημένο, όταν δεν προβάλλεται πλέον σε διαστροφικά μεταλλαγμένο καταναλωτικό ευδαιμονικό απείκασμά του. Λείψανα μοναχά, σποραδικές επιβιώσεις, σπαράγματα ελάχιστα ανιχνεύονται κι αναδύονται πού και πού, εδώ κι εκεί. Πού εκκλησίασμα πια, πού δισκοπότηρα και που μετάληψη τελετουργιών μυστηριακών, κοινών, συλλογικών και ζωογόνων. Διόλου τυχαία δα δεν κλείνει κι η αφήγηση μνημονεύοντας τον σικελιανικό Διθύραμβο του Ρόδου;;;

* Δημοσιευμένο στο ηλεκτρονικό Νέο Πλανόδιον, εδώ, 3/3/2023.

Μια σαβαϊτική επιτύμβια επιγραφή κι η ανάγνωσή της μετά το καβαφικό”Ἐν τῷ μηνὶ Ἀθύρ”

του Α. Χ.

Δεν είχα κλείσει ούτε μήνα στο SOAS (School of Oriental & African Studies) στο Λονδίνο, όταν ξεκίνησα τις μεταπτυχιακές σπουδές, και είχα ήδη ζαλιστεί από τον πλούτο της βιβλιοθήκης τη Σχολής. Πάνω από 1.500.000 βιβλία για τη γνώση της Αφρικής και της Ασίας, σε όλα τα πεδία… Η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη στο είδος της σ’ ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο, και πιθανότατα στον κόσμο ολόκληρο. Είχα θαμπωθεί από όλη αυτή τη συσσωρευμένη και κρυμμένη γνώση και παραζαλισμένος, μεταξύ θαυμασμού και δέους, τριγυρνούσα τους διαδρόμους κι ανεβοκατέβαινα τους ορόφους χαϊδεύοντας αχόρταγα με τα μάτια τα ράφια ή ανοίγοντας στην τύχη διάφορα βιβλία. Τόσο με είχε ρουφήξει αυτός ο απίστευτος, μυθικός κόσμος, που κάποτε καθισμένος σταυροπόδι στο πάτωμα και διαβάζοντας ούτε που κατάλαβα τις ασκήσεις για πυρκαγιά (δεν άκουσα καν τον συναγερμό) και βγήκα μετά από μισή ώρα από το κτήριο, χωρίς να έχω πάρει είδηση ότι είχε εκκενωθεί. Ό,τι κι αν διάβαζα, όσο κι αν διάβαζα, ήταν μάταιο· δεν αρκούσαν ούτε χίλιες ζωές μόνο για μελέτη. Δεν θα μπορούσα ποτέ να κορέσω τη μανία μου για στοιχειώδη έστω γνώση ενός πολιτισμού, με σχετική πληρότητα, σε οποιαδήποτε ιστορική στιγμή του. Από την άλλη όμως, ήξερα ότι εκεί μπορούσα να ανατρέξω και να βρω, αν χρειαζόμουν, οτιδήποτε αφορά τη γλώσσα, τη λογοτεχνία, την τέχνη, την αρχιτεκτονική, την ιστορία, τη θρησκεία, την κοινωνική και πολιτική ζωή κλπ. κλπ. ενός πολιτισμού, ενός έθνους, μιας φυλής της Αφρικής ή της Ασίας. Το σφιχτό πρόγραμμα του μεταπτυχιακού –ευτυχώς– επέβαλλε να επικεντρωθώ στα θέματα που είχα ήδη επιλέξει. Παρ’ όλα αυτά, και με την πρόφαση της γειτνίασης με τα ζητήματα που με απασχολούσαν, έψαχνα για διάφορα άλλα βιβλία, που ηχούσαν περίεργα στα αυτιά μου,  ξάφνιαζαν τα μάτια μου και διέγειραν τη φαντασία μου. Έτσι τότε, εκείνον τον Οκτώβρη, με αφορμή την Ύστερη Αρχαιότητα, τις διαθλάσεις και τις συνάφειές της με την προϊσλαμική Αραβική χερσόνησο, έπεσα σ’ ένα βιβλίο της Jacqueline Pirenne, το La Grèce et Saba. Ξεφυλλίζοντάς το, πιάνει το μάτι μου την ακόλουθη σαβαϊτική επιγραφή σε μια σαρκοφάγο που φιλοξενείται στο Αιγυπτιακό Μουσείο του Καΐρου, παρμένη από την μετάφραση του κορυφαίου οριενταλιστή Beeston στην διατριβή του το 1937· εκεί σταματώ αποσβολωμένος, παράξενα ξαφνιασμένος και συνάμα γοητευμένος. Και σημειώνω στο σημειωματάριο μου:
«[17.10.2005] σ. 100, υποσ. 4: “(This is) the sarcophagus of ZYD᾽L son of ZYD of ZYRN DWB, who imported myrrh and calamus perfumes for the temples of the gods of Egypt in the days of Ptolemy…
…and ZYD᾽L died in the month Hathor, and they sent thread from all the temples of the gods of Egypt, whose woven fabric was the linen garment of his mummy…”
Αυτό το εν τω μηνί Αθύρ και η προσφορά των νημάτων από όλους τους θεούς!!».

Πού νους πια για μελέτη… Φτερούγισε πια μακριά η σκέψη και της καρδιάς οι χτύποι σκιρτούσαν σ’ άλλους ρυθμούς. Συλλογίζομαι πώς η ποίηση του Αλεξανδρινού μεταμορφώνει τη δική μου τουλάχιστον ανάγνωση μιας –ιστορικής– επιγραφής. Η τρυφερότητα που αναδύει (στα σημερινά μας μάτια και την ευαισθησία βέβαια) λιτά και διακριτικά η επιγραφή συναντιέται αισθητικά με την ποιητική «ανάγνωση» της επινοημένης επιτύμβιας, φθαρμένης, επιγραφής που φτιάχνει ο Καβάφης στο «Ἐν τῷ μηνὶ Ἀθύρ», αν κι όχι βέβαια στον ερωτισμό και στο ψυχικό πάθος που αποπνέει.
Μετά την αρχική έκπληξη, κάθισα κι έψαξα. Για αυτήν την φθαρμένη εγχάρακτη επιτύμβια επιγραφή πάνω σε ξύλινη (από ξύλο συκομουριάς) σαρκοφάγο του Αραμαίου (Σαβαίου) εμπόρου έχουν γραφτεί κάμποσα άρθρα κι έχουν διατυπωθεί αρκετές αντιγνωμίες για την ανάγνωση και το περιεχόμενό της, από το 1893 έως και το 2005. Δεν έχει παρά στενά φιλολογικό και ιστορικό ενδιαφέρον να ειπωθούν περισσότερα εδώ, και για αυτό τον λόγο θα παραλείψω τον επιπλέον σχολιασμό. Προτιμώ να μείνω στη συγκίνηση που μου κράτησε κομμένη την ανάσα για λίγα δευτερόλεπτα στα υπόγεια του λονδρέζικου SOAS, χωμένος μέσα σε αυτή την σύγχρονη σαρκοφάγο των βιβλίων (σχεδόν εν τω μηνί Αθύρ). Αν κάτι ίσως πρέπει να σημειωθεί εν αναφορά προς το καβαφικό «αριστούργημα που [τ]ου καίει τα χέρια» (όπως είπε στον Στέφανο Πάργα για το «Ἐν τῷ μηνὶ Ἀθύρ» ο ποιητής) είναι η ανάκραση των πολιτισμικών, γλωσσικών και θρησκευτικών στοιχείων διαφόρων πολιτισμών, που παρουσιάζεται την εποχή εκείνη στο χωνευτήρι της πτολεμαϊκής Αιγύπτου, όπως ακριβώς και στην πρωτοχριστιανική αντίστοιχη του καβαφικού ποιήματος.

Ο Χαράλαμπος Μπακιρτζής (τώρα: Πεζά κείμενα με τίτλο Αρχαιολογικαί Μελέται, Άγρα 1993) πρώτος κατέδειξε τις πηγές του καβαφικού ποιήματος και σωστά επέμενε για την ανάγνωση, εκ μέρους του ποιητή, του βιβλίου του Lefebvre για τις ελληνοχριστιανικές επιγραφές της Αιγύπτου και για τις γόνιμες ιδέες που άντλησε από εκεί, πράγμα που έχει πλέον αδιαμφισβήτητα επιβεβαιώσει η έρευνα στο Αρχείο του ποιητή. Εκεί ο Μπακιρτζής, θέλω να υπενθυμίσω, πως εκτός από το όνομα του Λεύκιου αποδίδει και την –βέβαιη κατ’ αυτόν– ιδιότητά του: «ήταν ένας Αλεξανδρινός έμπορος μυρωδικών». Περιττό να αναφέρω πόσο βούιζε στ’ αυτιά μου αυτή η φράση, όσο διάβαζα και ξαναδιάβαζα, στις διάφορες εκδοχές της, ετούτη την σαβαϊτική επιγραφή μιας σαρκοφάγου από την πτολεμαϊκή Αίγυπτο, φέρνοντας μπροστά μου τον Λεύκιο, τον νέο Αλεξανδρέα, τον πολύκλαυστο, τον πολυαγαπημένο.
Κλείνω με μια ανάγνωση νεώτερη:
«Αυτή είναι η σαρκοφάγος του Zayd᾽il γιου του Zayd της φυλής Zyrn, που εισήγαγε αρώματα, μύρο και κάλαμο, για τους ναούς των θεών της Αιγύπτου στις μέρες του Πτολεμαίου, γιου του Πτολεμαίου
… και ο Zayd᾽il πέθανε τον μήνα Αθύρ, κι έστειλαν για αυτόν, από όλους τους ναούς των θεών της Αιγύπτου,  (ως) προσφορά ενδυμάτων, τα εξαιρετικά λινά για την μούμια του, και τον σήκωσαν οι μοιρολογητές του […]».

Ανθολόγηση ερωτικής ποίησης της Παλατινής Ανθολογίας, από τις αποδόσεις του Ηλία Κυζηράκου

Παρακινημένος από την ημέρα, είπα να φτιάξω μια μικρή ανθολογία ερωτικής ποίησης από την Παλατινή (ή Ελληνική, αν προτιμάτε) Ανθολογία. Μεταφράσεις του Ε΄ Βιβλίου της Παλατινής Ανθολογίας, δηλονότι τα ερωτικά επιγράμματα, κυκλοφορούν ορισμένες, με πρωτότυπες μάλιστα δικές τους μεταφράσεις· αναφέρω χαρακτηριστικά δύο ξεχωριστές: του Νίκου Χουρμουζιάδη (Ερωτικά επιγράμματα, στιγμή) και του Γιώργου Κεντρωτή (Των εραστών τα μάτια είναι πάντα σα βροχή…, Παλατινή Ανθολογία επιγράμματα ερωτικά, Gutenberg). Λαμβάνοντας υπ’ όψιν και την πρόσφατη επανέκδοση της μεταφραστικής εργασίας του Λεντάκη, θεώρησα ενδιαφέρον να κορφολογήσω και να παρουσιάσω τις ανθολογημένες αποδόσεις του Ηλία Κυζηράκου, που είναι και δυσεύρετες πια, και είχαν εκδοθεί το 1962. Κυρίαρχος, όπως είπαμε, παντού ο έρωτας, ο λυσιμελής, το γλυκύπικρον ἀμάχανον ὄρπετον.

~·~

ΠΛΑΤΩΝ

Ἄλσος δ’ ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιον, εὕρομεν ἔνδον  
πορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρης.
οὐ δ’ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρην, οὐ καμπύλα τόξα,
ἀλλὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπ’ εὐπετάλοισι κρέμαντο·
αὐτὸς δ’ ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ   

εὗδεν μειδιόων· ξουθαὶ δ’ ἐφύπερθε μέλισσαι,
κηροχυτοῦσαι ’ντός, λαροῖς ἐπὶ χείλεσι βαῖνον.

Μὰ ὅταν φθάσαμε στὸ βαθύσκιωτο δάσος,
βρήκαμε κεῖ τὸ γιὸ τῆς Κυθηρίας, κι’ ἦταν σὰ μῆλο κόκκινος.
Δὲν εἶχε τὴ φαρέτρα μὲ τὰ βέλη, μήτε τὰ καμπύλα τόξα.
Ἐκεῖνα κρέμονταν ἀπ᾽ τὰ δασύφυλλα δέντρα,
κι᾽ αὐτὸς ἀνάμεσα στοὺς κάλυκες τῶν ρόδων,
δεμένος ἀπ᾽ τὸν ὕπνο, κοιμόταν χαμογελαστός.
Κι᾽ ἀπὸ πάνω οἱ κίτρινες μέλισσες μὲ μέλι ἀπ᾽ τίς κερῆθρες
ράντιζαν τὰ εὐωδιαστά του χείλια.

Τὴν ψυχὴν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπὶ χείλεσιν ἔσχον·    
 ἦλθε γὰρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη.

Τὴν ψυχὴ εἶχα στὰ χείλη καθὼς φιλοῦσα τὸν Ἀγάθωνα.
Ἦρθ᾽ ἡ καημένη λὲς κι᾽ ἤθελε νὰ περάσει σ᾽ αὐτόν.

Τῷ μήλῳ βάλλω σε· σὺ δ’ εἰ μὲν ἑκοῦσα φιλεῖς με,   
δεξαμένη τῆς σῆς παρθενίης μετάδος.
εἰ δ’ ἄρ’, ὃ μὴ γίγνοιτο, νοεῖς, τοῦτ’ αὐτὸ λαβοῦσα
σκέψαι τὴν ὥρην ὡς ὀλιγοχρόνιος.

Μῆλο σοῦ ρίχνω. Κι᾽ ἐσύ, ἂν μ᾽ ἀγαπᾶς μὲ τὴν καρδιά σου δέξου το,
τὴν παρθενιά σου δός μου. Μ᾽ ἂν ὅ,τι δὲν ἐπιθυμῶ στοχάζεσαι,
κράτα το νὰ δεῖς πόσο λιγόχρονη εἶναι ἡ νιότη.

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς, Ἀστὴρ ἐμός· εἴθε γενοίμην    
οὐρανός, ὡς πολλοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω.


Κοιτάζεις τ᾽ ἄστρα, Ἀστέρι μου.
Ἄχ, νὰ ἤμουν οὐρανός, μὲ τὰ πολλά του μάτια
νὰ σὲ βλέπω
~·~

ΝΟΣΣΙΣ

Ἅδιον οὐδὲν ἔρωτος· ἃ δ’ ὄλβια, δεύτερα πάντα   
ἐστίν· ἀπὸ στόματος δ’ ἔπτυσα καὶ τὸ μέλι.
τοῦτο λέγει Νοσσίς· τίνα δ’ ἁ Κύπρις οὐκ ἐφίλησεν,
οὐκ οἶδεν τήνα γ’, ἄνθεα ποῖα ῥόδα.


«Τίποτα πιὸ γλυκὸ ἀπ᾽ τὸν ἔρωτα, κι᾽ ὅλα τὰ καλά, δεύτερα εἶναι.
Ἀκόμα καὶ τὸ μέλι ποὺ ἔφτυσα ἀπὸ τὸ στόμα μου».
Αὐτὸ λέγει ἡ Νοσσίς. Μὰ ἐκείνη ποὺ δὲν τὴ φίλησεν ἡ Κύπρις,
δὲν ξέρει βέβαια τί ἄνθη εἶναι τὰ τριαντάφυλλα.
~·~

ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΗΣ

Αὐτοῦ μοι, στέφανοι, παρὰ δικλίσι ταῖσδε κρεμαστοὶ  
μίμνετε, μὴ προπετῶς φύλλα τινασσόμενοι,
οὓς δακρύοις κατέβρεξα· κάτομβρα γὰρ ὄμματ’ ἐρώντων.
ἀλλ’ ὅταν οἰγομένης αὐτὸν ἴδητε θύρης,
στάξαθ’ ὑπὲρ κεφαλῆς ἐμὸν ὑετόν, ὡς ἂν ἄμεινον    
ἡ ξανθή γε κόμη τἀμὰ πίῃ δάκρυα.


Αὐτοῦ, σ᾽ αὐτὲς τὶς δίφυλλες πόρτες μείνετε κρεμασμένα,
χωρὶς νὰ τινάξετε βιαστικὰ τὰ φύλλα,
στεφάνια μου, ποὺ μὲ δάκρυα σᾶς μούσκεψα ―
γιατί στάζουν βροχὴ τὰ μάτια τῶν ἐραστῶν.
Μά, σὰν ἀνοίξει ἡ πόρτα καὶ τὸν δῆτε,
στὴν κεφαλή του τὴ βροχή μου στάξετε, ὥστε στάλα
τὴ στάλα ἡ κίτρινή του κόμη τὰ δάκρυα μου νὰ πιεῖ.

Τῷ θαλλῷ Διδύμη με συνήρπασεν· ὤμοι, ἐγὼ δὲ   
τήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί, κάλλος ὁρῶν.
εἰ δὲ μέλαινα, τί τοῦτο; καὶ ἄνθρακες· ἀλλ’ ὅτε κείνους
θάλψωμεν, λάμπουσ’ ὡς ῥόδεαι κάλυκες.


Μ᾽ ἔσυρεν ἡ Διδύμη πίσω της μὲ τὸ κλωνάρι, ἀλοίμονο.
Κι᾽ ἐγὼ λιώνω, σὰν τὸ κερὶ μπρὸς στὴ φωτιά,
θωρώντας τὰ κάλλη της.
Κι᾽ ἂν εἶναι μαύρη, τί μ᾽ αὐτό; Μαῦρα εἶναι καὶ τὰ
κάρβουνα, μὰ ὅταν τ᾽ ἀνάψουμε λάμπουν σὰ ρόδα.

Ἡδὺ θέρους διψῶντι χιὼν ποτόν, ἡδὺ δὲ ναύταις   
ἐκ χειμῶνος ἰδεῖν εἰαρινὸν Στέφανον·
ἥδιον δ’, ὁπόταν κρύψῃ μία τοὺς φιλέοντας
χλαῖνα καὶ αἰνῆται Κύπρις ὑπ’ ἀμφοτέρων.


Εἶναι γλυκὸ πιοτὸ τὸ χιόνι γιὰ τὸν διψασμένο τὸ καλοκαίρι,
καὶ γλυκὸ γιὰ τοὺς ναῦτες, μετὰ τὸ χειμῶνα,
νὰ αἰσθάνονται τὸν ἀνοιξιάτικο ζέφυρο.
Μὰ γλυκύτερο ἀκόμη ὅταν ἕνας μανδύας κρύψει
δυὸ ἐραστές, κι᾽ οἱ δυὸ μαζὶ δοξάζουν τὴν Κύπρη.
~·~

ΖΗΝΟΔΟΤΟΣ

Τίς γλύψας τὸν Ἔρωτα παρὰ κρήνῃσιν ἔθηκεν    
οἰόμενος παύσειν τοῦτο τὸ πῦρ ὕδατι;


Ποιός ἐπελέκησε τὸν Ἔρωτα, καὶ πλάϊ στὶς κρῆνες
τὸν ἔστησε, θαρρώντας πὼς θὰ σβήσει τούτη
τὴ φωτιὰ μὲ τὸ νερό;
~·~

ΜΕΛΕΑΓΡΟΣ

Εὕδεις, Ζηνοφίλα, τρυφερὸν θάλος· εἴθ’ ἐπὶ σοὶ νῦν    
ἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπὶ βλεφάροις,
ὡς ἐπὶ σοὶ μηδ’ οὗτος, ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγων,
φοιτῆσαι, κάτεχον δ’ αὐτὸς ἐγώ σε μόνος.


Κοιμᾶσαι Ζηνοφίλα, τρυφερὸ βλαστάρι.
Ἄχ, ἄφτερος Ὕπνος νὰ σερνόμουν τώρα
στὰ βλέφαρά σου, ὥστε οὔτ᾽ αὐτός,
ποὺ καὶ τοῦ Διὸς τοὺς ὀφθαλμοὺς μαγεύει,
νὰ σ᾽ ἐπισκέπτονταν,
μὰ ἐγὼ νὰ σ᾽ εἶχα μόνος.

Εἰνόδιον στείχοντα μεσαμβρινὸν εἶδον Ἄλεξιν,   
ἄρτι κόμαν καρπῶν κειρομένου θέρεος.
διπλαῖ δ’ ἀκτῖνές με κατέφλεγον· αἱ μὲν Ἔρωτος
παιδὸς ἀπ’ ὀφθαλμῶν, αἱ δὲ παρ’ ἠελίου.
ἀλλ’ ἃς μὲν νὺξ αὖθις ἐκοίμισεν· ἃς δ’ ἐν ὀνείροις   
εἴδωλον μορφῆς μᾶλλον ἀνεφλόγισεν.
λυσίπονος δ’ ἑτέροις ἐπ’ ἐμοὶ πόνον ὕπνος ἔτευξεν
ἔμπνουν πῦρ ψυχῇ κάλλος ἀπεικονίσας.


Εἶδα τὸν Ἀλέξη νὰ περιδιαβάζει μεσημεριάτικα
στοὺς δρόμους, τότε ποὺ τοῦ καλοκαιριοῦ
κουρεύονταν ἡ κόμη τῶν καρπῶν.
Καὶ διπλὲς μὲ κατάκαιγαν ἀχτίνες, ἐκεῖνες
τοῦ ἔρωτα ἀπ᾽ τὰ μάτια τοῦ παιδιοῦ
κι ἐκεῖνες τοῦ ἥλιου. Τοῦ ἥλιου τὶς ἐκοίμισεν ἡ νύχτα πάλι,
μὰ τοῦ ἔρωτα τὶς ἄναψε περισσότερο
στὰ ὄνειρα τὸ εἴδωλο τῆς ὀμορφιᾶς.
Ἔτσι ὁ ὕπνος, ποὺ τὸν μόχθον ἀπ᾽ τοὺς ἄλλους παίρνει,
σ᾽ ἐμὲ πόνον ἔφερε, ἀφοῦ τὴν ὀμορφιά,
ζωντανὴ φωτιὰ τὴν ἀπεικόνισε στὴν ψυχή μου.

Πλέξω λευκόιον, πλέξω δ’ ἁπαλὴν ἅμα μύρτοις   
νάρκισσον, πλέξω καὶ τὰ γελῶντα κρίνα,
πλέξω καὶ κρόκον ἡδύν· ἐπιπλέξω δ’ ὑάκινθον
πορφυρέην, πλέξω καὶ φιλέραστα ῥόδα,
ὡς ἂν ἐπὶ κροτάφοις μυροβοστρύχου Ἡλιοδώρας    
εὐπλόκαμον χαίτην ἀνθοβολῇ στέφανος.


Θὰ πλέξω τ᾽ ἄσπρο μανουσάκι, θὰ πλέξω καὶ τὸν
τρυφερὸ νάρκισσο σ᾽ ἀνθοὺς μυρτιᾶς, θὰ πλέξω
καὶ τὰ γελαστὰ τὰ κρίνα, καὶ τὸν γλυκὸ θὰ πλέξω κρόκο.
Κι᾽ ἀπὸ πάνω θὰ πλέξω τὸν κόκκινον ὑάκινθο,
θὰ πλέξω καὶ τ᾽ ἀγαπητὰ στοὺς ἐραστὲς
τριαντάφυλλα, ὥστε τὸ στεφάνι, πού ᾽ναι
στοὺς κροτάφους τῆς μυροπλέξουδης Ἠλιοδώρας,
νὰ ραίνει μ᾽ ἄνθη τὰ ὄμορφα μακρυὰ μαλλιά.
 ~·~

ΣΤΡΑΤΩΝ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με, καθ’ ἣν ὑγιαίνομεν ὥρην,   
—οὐκ οἶδ’, εἴτε σαφῶς εἴτ’ ὄναρ—ἠσπάσατο.
ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄλλα μάλ’ ἀτρεκέως ἐνόησα,
χὠκόσα μοι προσέφη, χὠκόσ’ ἐπυνθάνετο·
εἰ δέ με καὶ πεφίληκε, τεκμαίρομαι· εἰ γὰρ ἀληθές,    
πῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομ’ ἐπιχθόνιος;

Τὸ βράδυ, ὅταν εἴπαμε καληνύχτα, ὁ Μοίρης μὲ φίλησε
― ἄνκαι στὴν πραγματικότητα ἢ σ᾽ ὄνειρο δὲν ξέρω.
Ὅλα τ᾽ ἄλλα τὰ θυμᾶμαι τώρα πολὺ καθαρά –τί
εἶπε, τίς ἐρωτήσεις ποὺ μοῦ ᾽κανε– μὰ ὅτι μὲ
φίλησε τὸ ὑποθέτω μόνο.
Γιατί ἂν εἶναι ἀλήθεια, πῶς συμβαίνει
ἐγὼ ποὺ γίνηκα θεός, νὰ βαδίζω πάνω στὴ γῆ;
~·~

ΡΟΥΦΙΝΟΣ

Ὄμματ’ ἔχεις Ἥρης, Μελίτη, τὰς χεῖρας Ἀθήνης,   
τοὺς μαζοὺς Παφίης, τὰ σφυρὰ τῆς Θέτιδος.
εὐδαίμων ὁ βλέπων σε, τρισόλβιος ὅστις ἀκούει,
ἡμίθεος δ’ ὁ φιλῶν, ἀθάνατος δ’ ὁ γαμῶν.


Ἔχεις τὰ μάτια τῆς Ἥρας, Μελίτη, τὰ χέρια τῆς Ἀθηνᾶς,
τὰ στήθεια τῆς Ἀφροδίτης, τὰ πόδια τῆς Θέτιδας.
Μακάριος αὐτὸς ποὺ σὲ βλέπει. Τρισευτυχισμένος
ἐκεῖνος ποὺ σὲ ἀκούει. Κι᾽ ἡμίθεος αὐτὸς ποὺ
σὲ φιλᾶ. Μ᾽ αὐτὸς ποὺ σὲ παίρνει γυναῖκα του
ἀθάνατος.
~·~

ΠΑΛΛΑΔΑΣ

Γυμνὸς Ἔρως· διὰ τοῦτο γελᾷ καὶ μείλιχός ἐστιν·   
οὐ γὰρ ἔχει τόξον καὶ πυρόεντα βέλη·
οὐδὲ μάτην παλάμαις κατέχει δελφῖνα καὶ ἄνθος·
τῇ μὲν γὰρ γαῖαν, τῇ δὲ θάλασσαν ἔχει.

Ἄοπλος εἶν᾽ ὁ Ἔρωτας, γι᾽ αὐτὸ γελᾶ καὶ γλυκὸς
εἶναι, γιατί δὲν ἔχει τόξο καὶ πύρινα βέλη.
Κι᾽ οὔτε χωρὶς νόημα στὰ χέρια του κρατᾶ
δελφίνι καὶ λουλούδι.
Ἔτσι στὸ ἕνα χέρι ἔχει τὴ γῆ, τὴ θάλασσα στὸ ἄλλο.
~·~

ΠΑΥΛΟΣ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΣ

Μέχρι τίνος φλογόεσσαν ὑποκλέπτοντες ὀπωπὴν    
φώριον ἀλλήλων βλέμμα τιτυσκόμεθα;
λεκτέον ἀμφαδίην μελεδήματα, κἤν τις ἐρύξῃ
μαλθακὰ λυσιπόνου πλέγματα συζυγίης,
φάρμακον ἀμφοτέροις ξίφος ἔσσεται· ἥδιον ἡμῖν    
ξυνὸν ἀεὶ μεθέπειν ἢ βίον ἢ θάνατον.

Ὡς πότε θ’ ἀνταλλάζουμε κλεφτὲς ματιές,
μὲ τρόπο τὴ φωτιά τους κρύβοντας;
Πρέπει νὰ φανερώσουμε τὰ βάσανά μας. Κι᾽ ἂν
κανεὶς ἐμποδίσει τὸ τρυφερὸ ζευγάρωμα ποὺ θὰ
σβήσει τοὺς πόνους μας, τὸ ξίφος γιατρειὰ καὶ γιὰ τοὺς δυὸ θὰ γίνει.
Εἶναι γλυκύτερο γιὰ μᾶς κοινὸ πάντα
ν᾽ ἀκολουθοῦμε ἢ βίο ἢ θάνατο.
~·~

ΑΔΗΛΑ

Ματέρες αἱ Περσῶν, καλὰ μὲν καλὰ τέκνα τέκεσθε,
ἀλλ’ Ἀρίβαζος ἐμοὶ κάλλιον ἢ τὸ καλόν.

Ὦ Περσίδες μητέρες, ὄμορφα, ναὶ ὄμορφα παιδιὰ
γεννᾶτε. Μὰ γιὰ μὲ ὁ Ἀρίβαζος εἶναι πιὸ ὄμορφος
ἀπ᾽ τὴν ὀμορφιά.

Εἴθ’ ἄνεμος γενόμην, σὺ δὲ δὴ στείχουσα παρ’ αὐγὰς   
στήθεα γυμνώσαις καί με πνέοντα λάβοις.

Ἄχ, νὰ γινόμουν ἄνεμος,
καὶ σὺ περπατῶντας ἐκεῖ ποὺ σπάζει τὸ κῦμα
νὰ γύμνωνες τὰ στήθεια σου,
καὶ νὰ μὲ πάρεις, καθὼς πνέω, πάνω σου.

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας· ὅτ’ ἦς σταφυλή, παρεπέμψω·    
μὴ φθονέσῃς δοῦναι κἂν βραχὺ τῆς σταφίδος.

Ἄγουρη μ᾽ ἀρνήθηκες. Σὰν ἤσουν σταφύλι,
Μ᾽ ἔδιωξες. Τοὐλάχιστο μὴ λυπηθεῖς νὰ μοῦ δώσεις
λίγη ἀπ᾽ τὴ σταφίδα σου.

Εἶπα καὶ αὖ πάλιν εἶπα· „Καλός, καλός.“ ἀλλ’ ἔτι φήσω,   
ὡς καλός, ὡς χαρίεις ὄμμασι Δωσίθεος.
οὐ δρυὸς οὐδ’ ἐλάτης ἐχαράξαμεν οὐδ’ ἐπὶ τοίχου
τοῦτ’ ἔπος· ἀλλ’ ἐν ἐμῇ ἴσχετ’ Ἔρως κραδίᾳ.
εἰ δέ τις οὐ φήσει, μὴ πείθεο. ναὶ μὰ σέ, δαῖμον,    
ψεύδετ’· ἐγὼ δ’ ὁ λέγων ἀτρεκὲς οἶδα μόνος.

Τὸ εἶπα καὶ τὸ ξανάπα: «Εἶναι ὡραῖος, εἶναι ὡραῖος».
Μ’ ἀκόμη λέω ὅτι ὁ Δωσίθεος εἶναι ὡραῖος
κι᾽ ἔχει ὄμορφα μάτια.
Δὲν ἐχαράξαμε τὰ λόγια τοῦτα σὲ καμμιὰ
βελανιδιὰ ἢ ἔλατο, οὔτε σὲ τοῖχο,
μὰ στὴν καρδιά μου τά ᾽καψεν ὁ Ἔρως.
Ἄν κανεὶς τ᾽ ἀρνηθεῖ, μὴ τὸν πιστεύεις.
Ναί, στ᾽ ὁρκίζομαι, Θεέ, λέει ψέμματα,
κι᾽ ἐγὼ ποὺ τὸ λέω μόνος ξέρω τὴν ἀλήθεια.

Εὐφαμεῖτε, νέοι· τὸν Ἔρωτ’ ἄγει Ἀρκεσίλαος    
πορφυρέῃ δήσας Κύπριδος ἁρπεδόνῃ.

Σιωπή, ὦ νέοι! Ὁ Ἀρκεσίλαος ὁδηγεῖ τὸν ἔρωτα
κατὰ δῶ, δεμένον μὲ τὴν ἅλικη κλωστὴ τῆς Κύπριδας.

Τα τραγούδια της γκέισας

Σα σκέφτουμαι τον έρωτά μου,
θολώνει ο νους μου και πονώ.
Ο πόνος μου… τα δάκρυά μου…
στην κάμαρή μου μοναχή…
Κι’ απάνω στα παράθυρά μου
πέφτει ψιλή ψιλή βροχή…
Με το λαρύγγι ματωμένο
ο κούκος κλαίει. Έτσι κι εγώ.
Έτσι κι εγώ μοιρολογώ
τον έρωτά μου τον χαμένο.
Κι’ όλο μουσκεύω τα μανίκια μου.
Σκουπίζω με κλαμένο βλέμμα
τα μάτια μου που στάζουν αίμα.
~·~

Καθώς το χιόνι που στοιβάζεται ολοένα
πάνω στο Φούτζι το βουνό,
οι πόθοι μου!… Περιφρονώ
τι λεν για μένα!
Ο κόσμος που καταλαλεί…
Να νοιώσει ποιος μπορεί τον έρωτά μου!
Θα ‘μουν περήφανη πολύ,
αν έβγαινε στη φόρα τ’ όνομά μου!
Οι πόθοι μου στοιβάζονται ολοένα
για το μοναδικό σκοπό, τον ένα:
μ’ ακέρια, πλέρια την ορμή μου
να του χαρίσω το κορμί μου…
~·~

Κι’ αυτήν τη νύχτα που μακράινει, που μακραίνει,
σαν την ουρά τη χρυσαφένια κι’ όλο πάσο
του φαζανιού που αργοδιαβαίνει
μονάχη πάλι θα πλαγιάσω;
~·~

Ατέλειωτ’ είναι η νύχτα το χινόπωρο
για κείνον που δεν καμαρώνει
τ’ ωραίο στρογγυλό φεγγάρι.
Πόσο είναι αργά! και πόσο μόνη
να ‘ρθει προσμένω να με πάρει…
Τις μακρυνές μονάχ’ ακούω τις καμπάνες!,,,
Και κάθε χτύπο τους μετρώ
στα δάχτυλά μου που ανεβάζω,
στα δάχτυλα που κατεβάζω.
Να ‘ρθει προσμένω να με πάρει
περεχυμένη απ’ το φεγγάρι…
~·~

Μες στην ολόφωτη νυχτιά
αχώριστα η δαμασκηνιά
και το φεγγάρι.
Χαμογελού. Δίχως να πούνε
ας είναι και μια λέξη μόνη,
παραδομένα καρτερούνε
στα βλέμματα του κόσμου και στο χιόνι.
Όμως εκείνη δεν μπορεί
το μύρο να κρατήσει στο κλωνάρι,
κι’ αυτό ανεβαίνει στο φεγγάρι!
Αχ! καμαρώστε το λευκό
και άδολο πρόσωπο της νιας,
της ανθιστής δαμασκηνιάς!…

Επιλογή (από τα επιλεγμένα) ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΓΚΕΪΣΑΣ, σε απόδοση Όμηρου Μπεκέ από την γαλλική έκδοση Chansons des geishas, trad. STEINILBER-OBERLIN & HIDETAKÉ-IWAMURA, με εικονογράφηση Foujita, Παρίσι 1926.