Ταξίδι στη Γεωργία (β΄)

Μέρες πολλές στη διάθεσή μου δεν είχα, ήθελα όμως να ταξιδέψω εδώ και τώρα! Ας πάω λοιπόν στη Μέστια είπα, ίσως στη Βάρτζια και τέλος στην Τιφλίδα. Ευτυχώς η Aegean είχε απευθείας πτήσεις για την Τιφλίδα (Αθήνα-Tbilisi, αναχ.: 00:30, χρόνος πτήσης λιγότερος από 2 ώρες)· έκλεισα ηλεκτρονικά εισιτήρια στο άψε-σβήσε.
Σαν ήρθε η ώρα, νυσταγμένος κατέβηκα προς την πύλη εξόδου κι άραξα σε μια καρέκλα αρχίζοντας να γυροφέρνω στον νου μου το ταξίδι και να ξεφυλλίζω ράθυμα έναν οδηγό. Παραδίπλα κατέφθασε μια παρέα από 3-4 παπάδες, 2-3 καλόγριες και κάμποσες γυναίκες. Εκτός από τη παρέα της θρησκευτικής ‘αποστολής’ εμφανίστηκε και μια μεγάλη παρέα από Ολλανδούς φοιτητές, με βερμούδες, γέλια κι ακατάσχετο κουβεντολόϊ. Η πτήση γεμάτη. Έτυχε να κάθομαι ανάμεσα στην ολλανδική συντροφιά. Ρώτησα τον νεαρό που καθόταν δίπλα μου να μάθω περισσότερα. Μου είπε ότι είναι ένας όμιλος (κλαμπ) κωπηλατών από διάφορες πανεπιστημιακές σχολές της Ολλανδίας για ένα ταξίδι-έκπληξη στη Γεωργία. Αφού πέρασαν μια μέρα στην Αθήνα, είδαν την Ακρόπολη κι έφαγαν γύρο, θα καθήσουν καμιά βδομάδα στη Γεωργία, όπου θα τους προσφέρουν ένα πλούσιο πρόγραμμα (γνωστό μόνον σε έναν από την πολυπληθή παρέα) ανάμεικτο με περιηγήσεις και αθλητικές δραστηριότητες. Απώτερος στόχος της αποστολής να πείσουν κάποιους από την παρέα να ασχοληθούν σε επαγγελματικό αθλητικό επίπεδο με την κωπηλασία στον εν λόγω όμιλο. Ενώ οι συζητήσεις δίναν και παίρναν αναμεταξύ τους μέχρι και πριν την απογείωση, αμέσως μετά έκαμαν νεκρική σιγή και χαλάρωσαν, φορώντας οι περισσότεροι ακουστικά, μέχρι την προσγείωση.

Κατά τις τέσσερις το ξημέρωμα φτάσαμε στο αεροδρόμιο. Βγαίνοντας, είδα μια ακολουθία από παπάδες και λαϊκούς με λάβαρα σαν απ’ αυτά που βγάζουν πια στους ναούς την Ανάσταση ή σε λιτανείες, πορφυρόχρωμα και κροσσωτά, με αγίους επάνω. Φαντάστηκα πως θα περίμεναν να υποδεχτούν τους δικούς μας από την Ελλάδα· υπήρχε άραγε καμιά γιορτή, είχε σχέση με κάνα μοναστήρι; Ποιος ξέρει… Κόσμος πολύς περίμενε κι εκτός από τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος είδα και δυο-τρία κιόσκια που πούλαγαν κάρτες sim για τα κινητά. Δεν πρόλαβα να ψάξω παραπέρα και μου ’ρθε το μήνυμα από τον άνθρωπο που είχα κλείσει για οδηγό μαζί με το αυτοκίνητό του να με πάει ως τη Μέστια.

Η υπεραστική συγκοινωνία ανάμεσα στις διάφορες περιοχές της χώρας γίνεται με μινι-βαν (marshrutki στα γεωργιανά) που ξεκινάνε από συγκεκριμένους σταθμούς. Συνήθως είναι στοιβαγμένα με επιβάτες, η θέα λειψή, η άνεση ελάχιστη κι ο χρόνος του ταξιδιού μεγαλύτερος εν συγκρίσει προς το ΙΧ. Το αντίτιμο της διαδρομής βεβαίως είναι ευθέως αντίστροφο αυτού του ΙΧ. Επειδή όμως το κόστος της ενοικίασης ενός αυτοκινήτου με οδηγό δεν ήταν διόλου απαγορευτικό (ήρθε φτηνότερο από το αεροπορικό εισιτήριο) κι επειδή δεν θα διαπραγματευόμουν τον ελάχιστο χρόνο που είχα για μερικά δολλάρια παραπάνω, είχα κλείσει ένα αυτοκίνητο. Οι διαδικτυακές διαπραγματεύσεις ήταν μαραθώνιες γιατί η διαδρομή ήταν μακρινή (10 ώρες) και το πρόγραμμα πολύ σφιχτό. Εντέλει υπέκυψα στις επίμονες αντιρρήσεις του οδηγού κι έβγαλα από το πλάνο την Βάρτζια. Μου τόνισε εμφατικά δε ότι ήμουν και τυχερός κι ευνοημένος γιατί θα χρησιμοποιούσαμε hybrid lexus sedan, που θα έκαιγε λιγότερη βενζίνη. (Στην πορεία βέβαια κατάλαβα ότι μόνον αυτό το αυτοκίνητο διέθετε κι ότι παρόμοιας τεχνολογίας και φίρμας αυτοκίνητα υπήρχαν πληθώρα στη Γεωργία.) Έτσι αποφασίστηκε ότι θα κάναμε μαζί την διαδρομή αεροδρόμιο-Μέστια κι από κει πίσω πάλι στην Τιφλίδα.

Ο Νταβίντ λοιπόν, συνεπέστατος στο ραντεβού μας, με περίμενε ήδη στο αεροδρόμιο. Μαυριδερός, σοβαρός και κάπως βαρύς, μιλούσε αργά, κοφτά κι ελάχιστα τα μέτρια αγγλικά που χρειάζονταν για την στοιχειώδη επικοινωνία μας. Συστηθήκαμε, είπαμε δυο-τρία πράγματα για τη διαδρομή, μου έδειξε και τον φρεσκοστυμμένο χυμό φρούτων από το περιβόλι του, που του είχε ετοιμάσει η μάνα του, κατεψυγμένο μέσα σε μια δίλιτρη πλαστική μπουκάλα και στις 5, όπως είχαμε συμφωνήσει, ξεκινήσαμε. Μου πρότεινε να με περάσει μια μικρή βόλτα από την πρωτεύουσα καθ’ οδόν προς την εθνική για Κουτάϊσι κι από κει για Μέστια, μέσω Ζουγκντίντι. Το αεροδρόμιο της πρωτεύουσας βρίσκεται ανατολικά της Τιφλίδας κι έτσι κι αλλιώς θα πορευόμασταν δυτικά. Ούτε που σκέφτηκα να αρνηθώ την προσφορά του.
Οι πρώτες εικόνες της Τιφλίδας, που αποτέλεσαν ταυτόχρονα και το πρώτο ξάφνιασμα για μένα, ήταν οι διαφημίσεις για τα καζίνο της πόλης ήδη από το αεροδρόμιο. Casino Iveria (στο πολυτελές Radisson Blu), Shangri La Casino, Ambassadori Casino, Casino Adjara, Jewel Casino· καζίνο αμέτρητα, καζίνο παντού. Ο Νταβίντ μου είπε ότι έρχονται πολλοί άραβες από τις χώρες του Κόλπου αλλά και από χώρες της περιοχής για να παίξουν.
Μπήκαμε στην πόλη. Εδώ και κει παρέες δυο-τριών αντρών είτε παρέπαιαν πιωμένοι είτε γυρνούσαν σπίτι μετά τη μακρόσυρτη νυχτερινή διασκέδαση. Σε κανα δυο κάπως απόμερες γωνιές, έξω απ’ το κέντρο πήρε το μάτι μου και κάτι κορίτσια της χαράς και της νύχτας. Κάτω από μια γέφυρα χαμηλή, στη στροφή ενός δρόμου ήταν παρκαρισμένο κι ένα περιπολικό. Μες στο αχάραγο σκοτάδι άρχισε να ξεχωρίζει το περίγραμμα της πόλης και το ποτάμι που τη χωρίζει στη μέση. Ο Νταβίντ με απλές και λιτές κουβέντες μου μιλούσε για τα σημαντικότερα σημεία της πόλης λες κι είχε αναλάβει και καθήκοντα ξεναγού. Σκόρπιες στέφουν την νυχτερινή πόλη φωτισμένες οι εκκλησιές με τους περίεργους μυτερούς, αχτινωτά χωρισμένους, κωνικούς θόλους τους. Κι απέναντι στον λόφο σκαρφάλωνε διαγώνια μακρόσυρτο το κάστρο Ναρικάλα. Όμορφη, όμορφη πολύ, θυμάμαι να ψέλισα θαμπωμένος, αντικρύζοντας την πρώτη αυτή νυχτερινή εικόνα της παλιάς πόλης.
Στην συνέχεια περάσαμε την Πλατεία Ελευθερίας με τον αη Γιώργη τον δρακοντοκτόνο να στραφταλίζει χρυσοποίκιλτος ψηλά στον στύλο του, το Εθνικό Μουσείο και το μέχρι πρότινος Κοινοβούλιο της Γεωργίας, όπου και διαδραματίστηκε η αποκαλούμενη ‘επανάσταση των ρόδων’ το 2003, που τόσο διαφημίστηκε από τα δυτικά μήντια κι έφερε στην εξουσία τον περιβόητο γεωργιανο-ουκρανό Μιχαήλ Σαακασβίλι, εκλεκτό της Δύσης τότε και μέχρι σήμερα ανεπιθύμητο και από τους συμπατριώτες του και από όλους τους πρώην συμμάχους. Καθώς διασχίζαμε την αξημέρωτη, άδεια από ανθρώπους, ακόμη Τιφλίδα, δίπλα στις όχθες του Μτκβάρι, που κυλούσε σιωπηλά, ξεχώρισα το Radisson Blu με το παγωμένο γκριζογάλανο του γυαλιού και του μετάλλου στον ορθρινό ουρανό και το ξενοδοχείο Biltmore σαν μεταμοντέρνο γυάλινο κυβιστικό τρελό του σκακιού. Προς την έξοδο της πόλης μάς αποχαιρέτησε από τον δωδέκατο αιώνα ο μπρούτζινος βασιλιάς Δαβίδ ο Μέγας (όπως μου είπε ο Νταβίντ) ή ο Ανοικοδομητής. Παρακάτω, σε ένα 24ώρο μίνι-μάρκετ πήραμε κάτι να τσιμπήσουμε και να πιούμε τον πρώτο καφέ της μέρας που ήδη φανερωνόταν πια.

Βγαίνοντας στα προάστια της Τιφλίδας και μέχρι να φτάσουμε στο Σβανέτι έβλεπες όλα τα σπίτια, έξω από κείνα των σύγχρονων αστικών κέντρων, να είναι περίφρακτα ισόγεια, τα παλιότερα στον «αέρα», με κενό από κάτω· αντί για θεμέλια έχουν κάποιες ‘κολώνες’ (πεσσούς) και ξύλινα πατώματα. Όλα σχεδόν είχαν κι έναν κήπο. Σε μια μεριά του φράχτη μπροστά στον δρόμο, τα πιο πολλά έχουνε ένα κιόσκι, από όπου πουλούσανε στους περαστικούς φρούτα, λαχανικά, κι ό,τι μικροπράγματα είχανε κατά την περίοδο της μετάβασης από την κατάρρευση του σοβιετικού μοντέλου προς τη σημερινή κατάσταση. Τα περισσότερα είναι πια παρατημένα, κλειστά κι αχρησιμοποίητα, αφού εκτέλεσαν τον σκοπό για τον οποίο φτιάχτηκαν. Η πώληση πια των ντόπιων αγαθών γίνεται από άλλα μικρομάγαζα ή αυτοσχέδιες, πρόχειρες παράγκες (σαν κι αυτές που συναντάμε στους ελληνικούς αυτοκινητοδρόμους), κατά μήκος του δρόμου. Κι εκεί είδα να πουλάνε φρούτα, ντομάτες, μανιτάρια και διάφορα άλλα. Αυτή η μικροεπιχειρηματική δραστηριότητα μάλλον τόνωσε την απορρυθμισμένη αγορά την εποχή των μεγάλων αλλαγών, κι από την άλλη ‘γλύκανε’ τον ντόπιο πληθυσμό, αν δεν τον έπεισε, να καταπιαστεί με την ‘ιδιωτική πρωτοβουλία’ ώστε να επιθυμεί ο καθείς σήμερα να πλουτίσει όπως μπορεί, ιδίως δε από τις ευκαιρίες που προσφέρει ο τουρισμός.

Λίγο πριν την πρώτη μεγάλη στάση για καφέ και ξεμούδιασμα στο Ζεσταφόνι, βλέπω αριστερά πλάϊ στο δρόμο να κυματίζει πάνω απ’ τον πύργο ενός κάστρου η γεωργιανή πεντόσταυρη σημαία, με φόντο τέσσερις καμινάδες. Κι αμέσως στα δεξιά βλέπω την πινακίδα με το όνομα της κωμόπολης: Surami. Ο Σεργκέϊ Παρατζάνωφ κι η θυσία του μονάκριβου, χτισμένου ζωντανού, μοναχογιού στον Θρύλο του κάστρου Σουράμ πέρασαν άξαφνα κι απρόσμενα μπροστά μου. Το κάστρο θεμελιώθηκε, σαν της Άρτας το γεφύρι, πάνω σ’ έναν ζωντανό· αναρίγησα. Μνήμες κι εικόνες καταχωνιασμένες στις στρώσεις της αποθηκευμένης αισθητικής μαθητείας αναδύθηκαν σαρκωμένες στο υπαρκτό· πού είν’ η αλήθεια, πού το ψέμα; Αγριεύτηκα, κουνήθηκα απ’ τη θέση μου.

Δεξιά κι αριστερά, στον δρόμο του Σουράμι, πουλάγανε ναζούκι, γλυκό ψωμί ζυμωμένο με κανέλα και σταφίδες, και στους πάγκους ήταν αραδιασμένα, όρθια σαν του Θεόφιλου, κανελιά τα καρβέλια.

 

Leave a comment